Πέμπτη, Νοεμβρίου 16, 2017

Χαϊκού της πλημμύρας

Μες τη λάσπη του
οι καρδιές των ανθρώπων
φερτά υλικά.

Κυριακή, Νοεμβρίου 12, 2017

Η εκδρομή

Όλο λέει να επισκεφτεί τα συναισθήματά του,
αλλά η εκδρομή παραέχει γίνει μακρινή,
η διαδρομή παραέχει γίνει δύσβατη, 
ο προορισμός παραέχει γίνει αστικός μύθος.
Το αναβάλλει λοιπόν διαρκώς
κι έτσι
η εκδρομή ξεμακραίνει κι άλλο,
η διαδρομή ολισθαίνει κι άλλο,
ο προορισμός μυθολογείται κι άλλο.
  Μπα, 
θα αργήσει πολύ να πάει προς τα μέρη τους.
Το μόνο που φοβάται
είναι μην τον επισκεφτούν ποτέ αυτά,
γιατί αν βρουν τη σωστή παράκαμψη
οι αποστάσεις καταλύονται ακαριαία.
Δεν πρέπει όμως να τον βρουν τελείως αχούρι,
οπότε προνοεί διαρκώς,
έχοντας τακτοποιημένες στο σωστά κουτάκια τους
την κάθε εκλογίκευση, 
την κάθε σχετικοποίηση,
την κάθε διεργασία,
την κάθε θεωρητικοποίηση,
την κάθε γενίκευση,
την κάθε αφαίρεση.
Ό,τι κι αν έρθουν να του προσθέσουν,
να αντιπαρατάξει τουλάχιστον τις αφαιρέσεις,
ώστε να βγει η τελική απόφανση,
πόσες το λάδι,
πόσες το ξύδι,
πόσες το λαθρόβιο.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 08, 2017

Μικρό Μαύρο Τραπέζιο

Κάθε τόσο έβλεπε μπροστά του ένα μικρό μαύρο τραπέζιο. Μπορούσε να το δει παντού. Πάνω σε οθόνες, πάνω σε πρόσωπα, πάνω στον καθρέφτη του, πάνω στον αέρα. Και μολονότι το σχήμα του ήταν αμετακίνητα μικρό, αρκούσε για να αλλοιώσει όλη την υπόλοιπη εικόνα, αρκούσε για να καταλάβει ολοσχερώς τη σκέψη του. Όταν το πρωτοείδε και σε όνειρο, άρχισε να ανησυχεί σοβαρά. Αρχικά επισκέφτηκε οφθαλμίατρο, μετά νευρολόγο, στο τέλος ψυχίατρο. Όλοι απέτυχαν να σβήσουν από εμπρός του τα μικρά μαύρα τραπέζια. Αυτά συνέχιζαν να εμφανίζονται όποτε ήθελαν και να τον βραχυκυκλώνουν Δεν ήθελε πια να βλέπει μικρά μαύρα τραπέζια. Και ήταν λογικό. Αλλά αφού δεν εξαρτώταν από εκείνον, το μόνο που του απέμενε να κάνει ήταν να συμβιβαστεί. Και να μάθει ζει μαζί τους. Άρχισε τότε να αμπελοφιλοσοφεί πάνω στη σχετικότητα των μεγεθών. Αν κάτι τόσο μικρό έσβηνε από μπροστά του όλα τα υπόλοιπα, ήταν στα αλήθεια κάτι τόσο μικρό; Μήπως πάλι το θέμα δεν ήταν ότι αυτά εμφανίζονταν, αλλά ότι εκείνος κολλούσε το βλέμμα του επάνω τους; Ωραία, αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι δεν ανήκαν εκεί, κανονικά δεν έπρεπε να εμφανίζονται, ως ξένα σώματα διατάρασσαν την ισορροπία του οπτικού του πεδίου. Αλλά σιγά τα σώματα κιόλας, σιγά τα σχήματα, σιγά το πράγμα. Γιατί να καρφώνει το βλέμμα και τη σκέψη του σε αυτήν την μικρή ανορθογραφία, γιατί από όλον τον υπόλοιπο ορατό κόσμο να επιλέγει να επικεντρώνεται στα μικρά μαύρα τραπέζια; Μια μέρα φοβήθηκε πώς θα πέσει μέσα τους και θα τον καταπιούν σαν μαύρες τρύπες. Μια άλλη μέρα εξαφανίστηκαν τόσο αιφνιδιαστικά και ανεξήγητα, όπως είχαν κάποτε έρθει. Δεν ξαναέγραψε ποτέ για αυτά.

Κυριακή, Νοεμβρίου 05, 2017

Aπό αλλού

Έκανε μια δουλειά για να ζησει. Όχι του πεταματού, κάθε άλλο. Αν και για να είμαστε ακριβείς, κάθε άλλο παρά του πεταματού τα παλιότερα τα χρόνια. Γιατί και προ κρίσης και πολύ περισσότερο μετά, είχε αρχίσει να γίνεται του ψιλοπεταματού κι αυτή, ειδικά αν ήσουν ένας από τους πολλούς που την έκαναν για να τα βγάλουν πέρα κι όχι ένας από τους λίγους που μπορούσαν ακόμη να βγάλουν καλά λεφτά. Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα. Το θέμα είναι ότι και στα παλιότερα τα χρόνια να την έκανε, πάλι με μισή καρδιά θα την έκανε. Το θέμα είναι ότι και πολλοί από αυτούς που απλά τα έβγαζαν πέρα, μπορούσαν πάντως να αναγνωρίσουν σημαντικό μέρος της ταυτότητάς τους στη δουλειά τους, μπορούσαν να αναγνωρίζουν σε αυτήν τον φυσικό χώρο του εαυτού τους, μπορούσαν να ξυπνούν κάθε μέρα γνωρίζοντας ότι θα σηκωθούν για να πάνε να κάνουν αυτό που οι ίδιοι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είναι. Εκείνη όμως δεν ήταν.
Εκείνη κινούνταν στη δουλειά της, σαν να είναι από αλλού.
Εκείνη κινούνταν στο σπίτι της, σαν να είναι από αλλού.
Εκείνη κινούνταν στη ζωή της, σαν να είναι από αλλού.
Κι ίσως για αυτό την φοβόντουσαν τόσοι ανεξήγητα τόσο.
Κι ίσως για αυτό την φθονούσαν τόσοι ανεξήγητα τόσο.
Κι ίσως για αυτό την διέβαλλαν τόσοι ανεξήγητα τόσο.
Τι ακριβώς τους είχε κάνει;
Πώς ακριβώς τους είχε πειράξει;
Σε τι ακριβώς τους ξεβόλευε;
Γιατί μας φοβίζει τόσο το αλλού;
Γιατί πρέπει να είμαστε όλοι από εδώ;
Γιατί πρέπει να πατάμε όλοι με τα δύο πόδια στη γη; Εκείνης μπορεί και τα πόδια και τα χέρια και το μυαλό να είχαν αλυσίδες, αλυσίδες φτιαγμένες κρίκο – κρίκο από τα γνώριμα οικογενειακά υλικά με τα οποία φτιάχνονταν από καταβολής οικογενειών οι αλυσίδες, αλλά έπαιρνε τα αλυσοδεμένα της πόδια και περπατούσε στα σύννεφα.
Και δεν ήταν οι αλυσίδες που έδεναν και τα σύννεφα, αλλά τα σύννεφα που αναιρούσαν τις αλυσίδες.
Κι όσο ήταν εκεί ήταν χαρούμενη.
Κι όσο γυρνούσε εδώ ήταν λυπημένη.
Αλλά είτε χαρούμενη είτε λυπημένη, δεν γινόταν ποτέ κακή, δεν γινόταν ποτέ άσχημη.
Στις βόλτες της στα σύννεφα, ψάχνει να βρει εκείνον που θα την γεμίσει με το φως του. Αλλά οι άνθρωποι που ζουν μονίμως εκεί, είναι φτιαγμένοι και οι ίδιοι από σύννεφο και το φως το προορίζουν για τον εαυτό τους και το έργο τους, όχι για συγκεκριμένους ανθρώπους.
Στις βόλτες της στη γη, τα μάτια της κοιτώντας πεισματικά προς τα πάνω παραμένουν κλειστά.
Άνθρωποι φτιαγμένοι από γη την κοιτούν να μην τους κοιτά και προσπαθούν να καταλάβουν τι έκαναν λάθος.
Θα μπορούσαν να της σπάσουν τις αλυσίδες, αυτό το λάθος έκαναν.
Θα μπορούσαν να την κάνουν ευτυχισμένη, αυτό το λάθος έκαναν.
Και δεν την μεγάλωσαν για να είναι ευτυχισμένη.
Την μεγάλωσαν για να είναι κάτι άλλο από αυτό που είναι.
Για αυτό κι εκείνη ταξιδεύει αλλού.