Τρίτη, Ιουνίου 27, 2017

Δεν φτάνει μόνο ν' αγαπάς

Ένα κοινό νήμα δένει όλους σχεδόν όλους τους πρωταγωνιστές και τους δευτεραγωνιστές του «Σημασία έχει να αγαπάς»: η ντροπή. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το αίσθημα ντροπής τους καθορίζει, τους πλημμυρίζει, έχουν μάθει να ζουν μαζί του, το κουβαλούν είτε ως διαρκές βάρος στο παρασκήνιο είτε ως αβάσταχτη οδύνη όταν εμφανίζεται στο προσκήνιο. Όταν στην πρώτη σκηνή της ταινίας η Ρόμι Σνάιντερ παρακαλεί τον Φάμπιο Τέστι να μην την φωτογραφίζει στις πρόβες του πλατό του καλλιτεχνίζοντος σοφτ πορνό, λέγοντάς του ότι είναι καλή ηθοποιός κι ότι αυτή είναι μόνο μια δουλειά που κάνει για να ζήσει, καθώς η Σνάιντερ κοιτάζει τον Τέστι και ο Τέστι την Σνάιντερ, καθώς ο Ζουλάφσκι γεμίζει τα μάτια μας με τα πρόσωπά τους και τα αυτιά μας με το μουσικό θέμα του Ζορζ Ντελρί, οι δυο βασικοί άξονες της ταινίας βρίσκουν το σημείο τομής τους: ο έρωτας πέφτει πάνω στη ντροπή και η ντροπή πάνω στον έρωτα: σημασία έχει να αγαπάς αλλά σημασία έχει και να μη ντρέπεσαι για τον εαυτό σου και τη ζωή σου - ο έρωτας ως δύναμη ζωοποιός και μεταμορφωτική και η αντίρροπη δύναμη ενός εαυτού που έχει εκπέσει από όσα ονειρευόταν και τώρα αυτοοικτίρεται. 
Ο Τέστι την κοιτά μαγεμένος από την πρώτη στιγμή, ίσως να ερωτεύτηκε και τη ντροπή της και όσα αντανακλά, αλλά το δικό της βλέμμα καρφώνεται πάνω του χωρίς να είσαι σίγουρος αν μπορεί ή δεν μπορεί να τον δει στα αλήθεια. Όταν το επόμενο πρωί της χτυπά την πόρτα προτείνοντάς την να τη φωτογραφίσει σε κάτι πιο αξιοπρεπές, εκείνη λέει ότι δεν τον γνωρίζει. Αν πάρουμε σε όλη την ταινία για πυξίδα το βλέμμα της πρέπει να την πιστέψουμε. Τον κοιτά και δεν μοιάζει να τον θυμάται. Άρα δεν μπόρεσε στο πλατό να δει πέρα από τη ντροπή της. Και γιατί να πάρουμε σε όλη την ταινία για πυξίδα το βλέμμα της; Επειδή ενώ ο Τέστι είναι πέραν κάθε αμφιβολίας εντελώς ερωτευμένος, ο τρόπος που θα φερθεί η Σνάιντερ καθ' όλη τη διάρκεια του «Σημασία έχει να αγαπάς», οι πράξεις της και τα λόγια της δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι μπορούν να κατηγοριοποιηθούν ως πράξεις και λόγια μιας ερωτευμένης γυναίκας. Τα βλέμματά της όμως; Τα βλέμματά της, καθώς κοιτάζουν το πρόσωπό του -λόγω της διαφοράς ύψους- από τα χαμηλά προς τα ψηλά, στέκονται στο πρόσωπό του, χαϊδεύουν το πρόσωπό του, φροντίζουν να ακουμπήσουν πάνω του και να βρουν καταφύγιο όταν εκείνος δεν την κοιτά, γιατί μάλλον δεν αντέχει να την κοιτά πολύ, τον καίει ήδη υπερβολικά το πρόσωπό της για να το κοιτά εξακολουθητικά.
Εκείνος την καλεί να πάνε έξω μεσημέρι για καφέ. Εκείνη του αντιπροτείνει να έρθει στο σπίτι της, γιατί ο άντρας της θα λείπει. Εκείνος φυσικά δέχεται. Αλλά μετά όλα βραχυκυκλώνουν. Εκείνος στη ζωή του σεξ έχει, του λείπει ο ρομαντισμός, του λείπει ο έρωτας ή μάλλον τον βρήκε ο έρωτας χωρίς εκείνος να τον ψάχνει, έτσι τώρα αρνείται να πάει μαζί της όπως εκείνη του ζητά, δηλαδή χωρίς ένα ποτό, χωρίς κανένα προκαταρκτικό λόγο, χωρίς κανένα πρόσχημα, χωρίς κανένα χάδι πριν, χωρίς την παραμικρή σκηνοθεσία. Εκείνη αγάπη και στοργή στο γάμο της έχει, το σεξ της λείπει, ο άντρας της στον τομέα αυτό υπολειτουργεί, αν λειτουργεί και καθόλου. Κι επίσης έχει ήδη αρχίσει να τον κοιτά αλλιώς, δεν θέλει να ρισκάρει την συναισθηματική σύνδεση που θα τα ανατινάξει όλα στο διάβα της. Ζητούν εντελώς διαφορετικά πράγματα; Φαινομενικά και μόνο. Τη στιγμή εκείνη και μόνο. Μάλλον κανέναν έρωτα δεν θα εξόριζε το σεξ, μάλλον κάθε άλλο παρά χωρίς συναίσθημα θα το έκαναν, μάλλον το συναίσθημα θα τους καταλάμβανε ολόκληρους. Φοβούνται; Εκείνη σίγουρα ναι. Αλλά τελικά μάλλον κι εκείνος. Και για αυτό λακίζει.
Γιατί εκείνος, όπως λέει, νιώθει παγιδευμένος σε μια κατάσταη που αν προχωρήσει θα κάνει μεγάλο κακό αλλά και αν δεν προχωρήσει θα κάνει ακόμη μεγαλύτερο. Εκείνος ζει μέσα σε μια κατάσταση παροξυσμού. Μερικές ώρες μετά, της χτυπά στις πέντε τα χαράματα το κουδούνι. Ο άντρας της του ζητά να φύγει. Τον απωθεί, πρέπει να τη δει τη Ναντίν. Τη βλέπει ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Εκείνη σηκώνεται και τον απωθεί με τη σειρά της. Με πλάτη στον τοίχο κοιτούν και οι δυο μπροστά ώστε να μην κοιτούν ο ένας τον άλλο. Μέσα από τον καθρέφτη σε μια γωνία, μικρός, ο τρίτος άνθρωπος, ο σύζυγος, που όσο είναι μέσα στην εικόνα τίποτα δεν είναι χωρίς πόνο, τίποτα δεν είναι απλό. Ο Τέστι κοιτά απορημένος μπροστά, προσπαθεί να καταλάβει τι του έχει συμβεί, δεν πήγε να της κάνει έρωτα, δεν πήγε να της πει σ' αγαπώ, δεν πήγε να της πει κάτι συγκεκριμένο, δεν ξέρει γιατί πήγε και της χτύπαγε την πόρτα στις πέντε το πρωί, αν υπάρχει μια κινηματογραφική σκηνή που να εικονοποιεί τον έρωτα φτάνοντας όσο πιο κοντά στην πηγή γίνεται, είναι αυτή η σκηνή, αυτό το κάδρο, αυτή η θεμελιώδης απορία μέσα στο ξαφνιασμένο βλέμμα που προσπαθεί να ερμηνεύσει τι έχει συμβεί, τι διάολο μου έχει συμβεί.
Αλλά ας επιστρέψουμε στη ντροπή των ηρώων: εκτός από τη Σνάιντερ που ντρέπεται για την πορεία που πήρε η ζωή της και που από φιλόδοξη ηθοποιός έχει φτάσει να παίζει μόνο σε σοφτ πορνό, ο Τέστι έχει αηδιάσει και δεν αντέχει άλλο να δουλεύει για έναν γέρο άνθρωπο του υποκόσμου φιλμάροντας και φωτογραφίζοντας όργια, ο Ζακ Ντιτρόν, σύζυγος της Σνάιντερ, ντρέπεται γιατί τώρα πια ένας άλλος άντρας έχει μπει στη ζωή της γυναίκας του, τον έχει σβήσει κι αισθάνεται λίγος, ο αλκοολικός διανοούμενος επίσης ντρέπεται που ο Τέστι του είχε «κλέψει» τη δική του γυναίκα, αλλά η ντροπή και των δύο είναι ριζικότερη, νιώθουν αποτυχημένοι και ο άντρας που τους παίρνει τις γυναίκες απλώς επικυρώνει κ επιβεβαιώνει την αποτυχία τους, ενώ τέλος ο σκηνοθέτης και οι ηθοποιοί του θεατρικού έργου ντρέπονται για την κατεδαφιστική κριτική που επιφυλάσσεται στο έργο που ανέβασαν. Ακόμη όμως και ο γέρος κακοποιός, εκείνο που δεν αντέχει δεν είναι η ανυπακοή του Τέστι, δεν είναι ότι θέλει να ξεφύγει από την εξουσία του, εκείνο που δεν αντέχει είναι οι λόγοι για τους οποίους ο Τέστι θέλει να ξεφύγει, είναι αυτή η αηδία και περιφρόνηση που εκφράζει, αηδία και περιφρόνηση που νιώθει ότι τον αφορούν άμεσα. Αν αδιαφορούσε για το κριτικό του βλέμμα θα του φερόταν αλλιώς, αν τελικά δεν ντρεπόταν και ο ίδιος για αυτά που έκανε, θα προσπερνούσε την ανυπακοή πολύ πιο εύκολα. Μεγάλο μέρος της ντροπής των ηρώων άρα είναι ίσως μια ντροπή που προέρχεται από μια συγκεκριμένη κοινωνική περίοδο. Τέσσερεις δεκαετίες αργότερα η κάθε είδους πορνογραφία είναι κοινωνικά πολύ λιγότερο σκανδαλιστική και κατακριτέα. Κανείς δεν είπε ότι η ντροπή βγαίνει μόνο από μέσα μας, η ντροπή συνομιλεί πάντα με τις επικρατούσες αντιλήψεις.
Ένας μόνο χαρακτήρας δεν ντρέπεται καθόλου στην ταινία, ένας μόνο χαρακτήρας βρίσκεται ψηλά στην κοινωνική αλυσίδα και μακριά από τα τελευταία σκαλιά της ή και τον πάτο της, όπου κινείται και ζει η γκροτέσκ πινακοθήκη των ηρώων του Ζουλάφσκι, με τα βαμμένα πρόσωπα, τα σακάκια ή στολές γιατρών που φοριούνται πάνω από γυμνά σώματα, τα κιτς φανταχτερά κουστούμια, τα παραδόξως τεράστια σπίτια με τις μεγάλες σκάλες και τους άδειους χώρους. Ένας μόνο χαρακτήρας μιλάει από ένα βάθρο. Δεν έχει σημασία ότι το βάθρο από το οποίο μιλάει είναι κυρίως αισθητικό, αφού δεν θα παραλείψει και την ηθική αναφορά του στην καριέρα της Σνάιντερ.  Ο κριτικός θεάτρου της Φιγκαρό είναι αυτός που απονέμει από καθέδρας τη ντροπή. Και σκηνοθέτης και ηθοποιοί πρέπει να την αντέξουν. Η βία των μπράβων του πορνογράφου είναι σωματική, η βία των λέξεων του κριτικού είναι ψυχική. Και η μια και η άλλη αφήνουν τους ανθρώπους κομμάτια, μόνο που στη δεύτερη η αιμορραγία είναι εσωτερική. 
Οι καλύτερες προθέσεις και τα χειρότερα αποτελέσματα, αυτή η αβάσταχτη αντιδιαστολή. Σε άλλους επαγγελματικούς τομείς υπάρχουν μεγέθη πιο αντικεμενικά μετρήσιμα. Στο θέατρο και γενικότερα στις τέχνες και τα γράμματα, και πιο υποκειμενικά είναι τα μεγέθη, αλλά και ανεξάρτητα από αυτό, το πόσο προσπαθείς ή το τι έχεις στο μυαλό σου όταν κάνεις ό,τι κάνεις δεν αντανακλάται απαραίτητα στο αποτέλεσμα.  Και τι γίνεται όταν έχεις δώσει τα πάντα κι όταν εσύ θεωρείς ότι εκπέμπεις κάτι σημαντικό, αλλά σου λένε πωςμ όχι, εξέπεμψες μια σαχλαμάρα; Πώς μπορείς να αντιπαρέλθεις τη διαφορά ανάμεσα στο φως που έχεις εκείνη την ώρα μέσα σου και που θεωρούσες ότι εξέπεμπες, με τη μη λήψη του από τους άλλους; Πώς αντέχεται τελικά να μην σε θεωρούν καλό και να σε θεωρούν μια νούλα;
«Mπορώ να κάνω τα πάντα για σένα, εκτός από το να ζήσω». Ο Ζακ Ντιτρόν είναι ένα βαμπίρ που τρέφεται με σινεμά, παλιές φωτογραφίες από ταινίες και τη Ρόμι Σνάιντερ. Έχει βρει ένα ρόλο στη ζωή του. Είναι αυτός που βρήκε έναν άνθρωπο ακόμη πιο κάτω από εκείνον και τον έσωσε από την καταστροφή. Είναι υτός που την πήρε και την περιέθαλψε. Και έξι χρόνια κάθε μέρα τρώνε πρωινό μαζί. Της παρέχει ασφάλεια κι αγάπη. Δεν μπορεί να της παρέχει ακριβώς ζωή. Η έκπτωσή του από τον ρόλο του Ζορό - Σωτήρα, στον ρόλο εκείνου που της στερεί τη ζωή τον γεμίζει ντροπή. Φυσικά και τον αγαπάει. Πολύ μάλιστα. Αλλά σημασία δεν έχει μόνο ν' αγαπάς. Κι όχι μόνο γιατί το «σ' αγαπώ» είναι μια φράση που δεν σημαίνει τίποτα από μόνη της. Η αγάπη είναι ένα μόνο συστατικό της ζωής. Αναγκαίο, αλλά όχι ικανό. Τα ζευγάρια φθείρονται στο χρόνο. Όχι απαραίτητα επειδή εφθάρη η αγάπη τους. Αλλά επειδή δεν έχει σημασία μόνο να αγαπάς. Γιατί όσο κι αν αγαπάς τον άλλο, αν δεν αγαπάς τον εαυτό σου, μπορείς να δώσεις στον άλλον μόνο όσα η περιορισμένη αγάπη σου στον εαυτό σου σου επιτρέπει. Σημασία έχει επίσης να μη ζεις μέσα στην αθλιότητα και την ανασφάλεια. Σημασία έχει να μη ζεις μέσα στη ντροπή. Σημασία έχει να έχεις χτίσει τη ζωή σου συνολικά μέσα σε ένα περιβάλλον που θα μπορεί να ανθίσει κι η αγάπη. Πιθανόν και να μην περνά καν από το χέρι σου αυτό. Πιθανόν να προέρχεσαι από ένα περιβάλλον που έχει υπονομεύσει καταλυτικά τις προσπάθειές σου να χτίσεις την ευτυχία σου. Αλλά αν τα καταφέρεις, αν καταφέρεις να χτίσεις έναν εαυτό και μια ζωή στέρεα, αυτόνομη και τηρουμένων των αναλογιών υγιή, τότε μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ναι, τίποτα δεν μπορεί να δώσει περισσότερο νόημα, ομορφιά, ένταση και βάθος στη ζωή σου, τίποτα δεν μπορεί να έχει μεγαλύτερη σημασία από το να αγαπιέσαι και να αγαπάς.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Δευτέρα, Ιουνίου 19, 2017

To σημείο της αγάπης

Έχω αγαπήσει σημαίνει είμαι πλήρης. Σημαίνει δεν χρειάζομαι να πάρω κάτι πίσω σε αντάλλαγμα πια. Σημαίνει δεν μπορεί να με πειράξει κανείς και τίποτα πια. Σημαίνει δεν εξαρτώμαι από το εδώ κι εμπρός, αλλά από το ως τώρα. Που με έφερε, με ακρίβεια χιλιοστού της ματιάς, στο σημείο της αγάπης. Από τη διαύγεια του οποίου δεν μπορώ να εκτοπιστώ. Aπό την αλήθεια του οποίου δεν μπορώ να κρυφτώ. Από την ένταση του οποίου δεν μπορώ να αδειάσω. Απ' το φως του οποίου δεν μπορώ να σβήσω. Από τον χωρόχρονο του οποίου δεν μπορώ να απεξαρτηθώ. Κι όλο βρίσκομαι εκεί, εκεί ακριβώς που θέλω. Κι εκεί που θέλω δεν υπάρχει απώλεια αλλά διαρκής παρουσία. Κι εκεί που θέλω δεν υπάρχουν διακυβεύματα αφού έχουν όλα κριθεί: έχω αγαπήσει, τι άλλο θα μπορούσα ποτέ να θέλω, τι άλλο θα μπορούσα ποτέ να ονειρευτώ, τι άλλο θα μπορούσα ποτέ να αξιωθώ, τι άλλο θα μπορούσα ποτέ να ζήσω;

Πέμπτη, Ιουνίου 15, 2017

Mικρός δεκάλογος για το 87

1) Ελάχιστες είναι οι χρονιές που τις αναφέρεις και το μυαλό σου πάει σχεδόν αυτόματα σε ένα γεγονός που τις καθόρισε τόσο, ώστε η χρονιά να σημαίνει το γεγονός και το γεγονός τη χρονιά: το 87 είναι το ευρωμπάσκετ και το ευρωμπάσκετ είναι το 87.
2) Εκείνο που εγκαθίδρυσε το 87 ήταν λιγότερο μια τριακονταετία επιτυχιών και περισσότερο μια αυτοεικόνα ότι, πάει, στο μπάσκετ είμαστε καλοί.
3) Κάτι που δεν συνέβη με το ευρωπαϊκό του ποδοσφαίρου το 2004. Και μολονότι με αντικειμενικά δεδομένα το ευρωπαϊκό του ποδοσφαίρου κάθε άλλο παρά ορφανό έμεινε στη συνέχεια από διακρίσεις της Εθνικής, είναι μόνο το μπάσκετ που στο μυαλό μας έχει διάρκεια και ρίζες, ενώ ο Έλληνας ποδοσφαιριστής βρίσκεται σε διαρκή αμφισβήτηση ως κι απαξίωση.
4) Έτσι έχουμε την τάση να βλέπουμε τους Έλληνες μπασκετμπολίστες και την Εθνική μπάσκετ μάλλον καλύτερη από ό,τι στην πραγματικότητα είναι και τους Έλληνες ποδοσφαιριστές και την Εθνική ποδοσφαίρου μάλλον χειρότερη από ό,τι στην πραγματικότητα είναι. Ο κάθε Πρίντεζης θα αγαπηθεί και θα κοιταχθεί με δέος πολύ περισσότερο από τον κάθε Παπασταθόπουλο, ενώ αν βάλεις στην ίδια πρόταση Σπανούλη με Μήτρογλου μέχρι και για ιεροσυλία θα σε κατηγορήσουν.
5) Ξαναβλέποντας τον τελικό, οι διαφορές με το σήμερα δεν έχουν να κάνουν σε τόσο μεγάλο βαθμό με το ίδιο το παιχνίδι. Τις φανταζόσουν δηλαδή τόσο πολύ σημαντικές ώστε να σου δημιουργείται τελικά η αντίθετη εντύπωση. Αλλά υπάρχουν άλλες διαφορές πιο χτυπητές. Η πιο άγρια λέξη που μπορούσες να ακούσεις σε σύνθημα τότε, ήταν ότι θα πάρουμε τον κύπελλο με τον «τσαμπουκά». Ήταν ειδικό κοινό και όχι οπαδικό; Όχι δεν είναι αυτή η εξήγηση. Επίσης στην επάρατη τότε μονοκρατορία της κρατικής τηλεόρασης, σε δύο ώρες τελικό μισό πλάνο στην πασοκική πολιτική ηγεσία δεν χαρίστηκε. Κι όταν ο Φίλιππος Συρίγος λέει «Κυρίες, δεσποινίδες και κύριοι» συνειδητοποιείς ότι στην τριακονταετία που ακολούθησε μαζί με όλα τα άλλα εξαφανίστηκαν από το δημόσιο λόγο και σκέψη οι δεσποινίδες ως έννοια.
6) Αλλά μιλώντας για Συρίγο, ακούγοντας ξανά την μετάδοσή του συνειδητοποιεί κανείς ότι όσο πρωτοφανές είναι με την κυριολεκτικότερη έννοια του όρου το αθλητικό κατόρθωμα που διαδραματίζεται, τόσο εκείνος μη επικολυρικά περιγράφει. Δεν ωρύεται, δεν γεμίζει κάθε παίκτη με παρατσούκλια, δεν περιγράφει σαν να συμβαίνει κάτι κοσμοϊστορικό. Το ευρωμπάσκετ πάρθηκε με ένα κοινό που δεν κατέβαζε πενήντα μπινελίκια το δευτερόλεπτο και έναν εκφωνητή που δεν θεωρούσε μέρος της δουλειάς το παραλήρημα.
7) Ακούγεται εξωφρενικό, αλλά ίσως να είχε έρθει τόσο πολύ το πλήρωμα του χρόνου, ώστε η Εθνική να έπαιρνε το Ευρωμπάσκετ και χωρίς τον Γκάλη. Να είχε ντυθεί από πλευράς σκοραρίσματος Γκάλης ο Γιαννάκης, να ήταν δίπλα του ο Κορωναίος ξέρω γω που δεν πήγε στην αποστολή γιατί δεν άντεχε ρόλο δευτεραγωνιστή, να βρισκόταν η λύση αλλιώς. Κι αν δεν ήταν χρυσό, να ήταν χάλκινο. Να παίρναμε τον μικρό τελικό. Λιγότερο συγκλονισμένοι θα το θυμόμασταν, λιγότερη επίδραση θα είχε; Μπας και ξέραμε πώς ήταν τα χρυσά ως τότε και θα μας έλειπε;
8) Η απόφαση καριέρας και ζωής που πήρε ο Παναγιώτης Γιαννάκης ώστε στην Εθνική και τον Άρη να σταματήσει να παίζει το μπάσκετ που ήξερε και μπορούσε και να αρχίσει να παίζει ένα άλλο, η απόφαση καριέρας και ζωής που πήρε ο Παναγιώτης Γιαννάκης αντί να προσπαθήσει να υπερακοντίσει τον Γκάλη να σταθεί δίπλα του και να συνθέσουν μαζί ένα ανεπανάληπτο δίδυμο, μόνο αυτονόητη δεν ήταν, είναι μια απόφαση που θα άξιζε να γίνει βιβλίο και ταινία, είναι μια απόφαση που μπορεί να νομίζουμε τώρα ότι δικαιώθηκε από τα πράγματα, αλλά ρωτήστε τον οποιοδήποτε σημαντικό αθλητή αν θέλουν να τον θυμούνται για τους τίτλους που κέρδισε ή για το πόσο παικταράς ήταν.
9) Ο Γιαννάκης λοιπόν. Ο Διαμαντίδης. Ο Σπανούλης. Ο Παπαλουκάς. Ο Φάνης κι ο Φασούλας. Τι να αρχίσεις να γράφεις για αυτούς και που να τελειώσεις. Ή να πούμε για τον Αντετοκούμπο; Μπορεί και να εξελιχθεί σε θρύλο του NBA μεγαλώνοντας. Για όλους ναι, έχεις να πεις τόσα και τόσα. Αλλά κάθε φορά που ο Νίκος Γκάλης έμπαινε στα σπίτια μας ή πολύ περισσότερο αν αξιωνόσουν να τον δεις στο γήπεδο, ερχόσουν αντιμέτωπος με μια εμπειρία που ανήκε στην επικράτεια του άρρητου.
10) Ο Νίκος Γκάλης δεν ήταν μπασκετμπολίστας. Ήταν σαμάνος, ήταν όνειρο, ήταν η πιο επίμονη παραίσθηση, ήταν η αλλαγή των κανόνων που διέπουν το ανθρώπινο σώμα σε σχέση με ό,τι το τραβά πίσω στη γη, ήταν η διαρκής άρνηση επιστροφής στη γη, ο Νίκος Γκάλης δεν πετούσε στον αέρα, δεν έφτανε ψηλά, δεν έφτανε μακριά, ο Νίκος Γκάλης χόρευε στον άερα, ο Νίκος Γκάλης έμενε στον αέρα, ο Νίκος Γκάλης είχε με τη βαρύτητα σχέση βουδιστική, ας φτάσουν στο NBA πηδώντας ως την οροφή των γηπέδων, ας πετάξουν από το ένα καλάθι στο άλλο, ας πετάξουν ως υπεράνθρωποι, ο Νίκος Γκάλης πετούσε ως άνθρωπος, ο Νίκος Γκάλης μπορούσε να σε πάρει από το χέρι και να σου δείξει ότι γίνεται, δεν είναι τίποτα, απλά στέκεσαι στον άερα, απλά κάθεσαι εκεί κι αρνείσαι να κατέβεις, ξεχνιέσαι, δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να διαρρήξει την αρμονία σου αυτές τις στιγμές που με μια μπάλα μπάσκετ σπας την μέση σου σε έναν χώρο τόσο άλλο από τη γη, αυτές τις στιγμές που έχεις ξεχάσει ότι έχεις βάρος κι εσύ κι αυτή.

Σάββατο, Ιουνίου 03, 2017

Λάμπουν στο πρόσωπό σου

Δεν αλλάζουμε μόνο εμείς μέσα στον χρόνο. Eνίοτε είναι και ο χρόνος που αλλάζει μέσα στον χρόνο. Κι αν όχι ακριβώς ο ίδιος, πάντως η νοηματοδότησή του, η σχέση μας μαζί του, η λειτουργία του στη ζωή μας. Που όλα αυτά βέβαια συνιστούν τελικά την αληθινή του υπόσταση, γιατί χρόνος δεν είναι αυτό που καταγράφουν τα ρολόγια μέχρι να ξεκουρδιστούν, χρόνος δεν είναι καν αυτό που καταγράφεται πάνω στο σώμα μας μέχρι να ξεκουρδιστεί, χρόνος είναι αυτή η εντελώς υποκειμενική απόσταξη ενός κοινού για όλους μεγέθους.

Οι παλιότερες γενιές έχουν περισσότερες ιστορίες Κυριακής να διηγηθούν, επειδή πρόλαβαν μια Κυριακή η οποία ήταν η μόνη αδιαμφισβήτητη βασίλισσα που μπορούσε να σταθεί δίπλα στη γιορτή και τη σχόλη, με αποτέλεσμα να εποφθαλμιά τη θέση της η βδομάδα όλη. Αλλά όταν στο ξεκίνημα της δεκαετίας του 80 ήρθε δίπλα της να κάτσει και το Σάββατο, προκλήθηκε μια βαθιά τομή στον χρόνο και στο γενικότερο σκηνικό. Η αναλογία είχε πάψει πια να είναι έξι – ένα. Το σκορ είχε γίνει πέντε – δύο. Μην το κρύβουμε, η καθιέρωση του πενθήμερου ήταν τεράστιο χτύπημα στο κυριακάτικο γόητρο. Από εκείνο το σημείο και ύστερα η σημασία της Κυριακής μπορεί να μην είχε αναιρεθεί μεν, είχε σαφώς σχετικοποιηθεί δε. Το Σάββατο έγινε η κατεξοχήν ημέρα ψυχαγωγίας και η Κυριακή μετατράπηκε περισσότερο στην παραμονή της Δευτέρας. Άσε που μερικά χρόνια αργότερα έπαψε να έχει μια ακόμη αποκλειστικότητα, αυτήν της εγχώριας μπάλας, αποκλειστικότητα που της αφαιρέθηκε για τηλεοπτικούς λόγους, επειδή πλέον απλωνόταν σε περισσότερες μέρες της εβδομάδας η σχόλη που κάπως έπρεπε να καλυφθεί, επειδή με άλλα λόγια γιγαντωνόταν το πάρτι της ανέμελης και πάνω από τις δυνάμεις μας ζωής.

Και το πάρτι μπορεί ευτυχώς να έληξε δια της μνημονιακής ευλογίας, αλλά επειδή oι ελληνικές παθογένειες δεν έχουν τέλος, υπήρξαν λυσσώδεις προσπάθειες να διαφυλαχθεί η Κυριακή ως κάτι ιερό, στο οποίο για κάποιον ανεξήγητο λόγο τα καταστήματα πρέπει να είναι κλειστά και ο καταναλωτής να μην μπορεί να αγοράσει τα χρειώδη. Κι αυτό όμως φαίνεται τώρα να τείνει προς την λήξη του για 32 Κυριακές τον χρόνο -μετά από έντιμο, αμοιβαίο συμβιβασμό με τους δανειστές, που είχαν ζητήσει 332- και κάπως έτσι η Κυριακή έρχεται να αλλάξει πάλι ρόλο. Αν την δεκαετία του 80 τα Σάββατα έγιναν οι νέες Κυριακές, επιτέλους τώρα οι Κυριακές γίνονται οι νέες Δευτέρες. Αν η Κυριακή δέχτηκε το πρώτο πλήγμα παύοντας να είναι η μοναδική εξαίρεση στον κανόνα της κάθε μέρα εργασίας, δέχεται τώρα το δεύτερο επειδή γίνεται κι αυτή μέρος του κανόνα της κάθε μέρα εργασίας. Αλλά πολιτικά μιλώντας, αν η απώλεια της ιδιαιτερότητας των Κυριακών ήταν ένα από αυτά που μας έφεραν ως εδώ, ίσως η αντίστροφη απώλεια της ιδιαιτερότητάς τους μας ξαναβγάλει στο ξέφωτο: όχι άλλες εξαιρέσεις, λούφες και παραλλαγές – επιτέλους να κανονικοποιηθεί ο κανόνας.

Ένας φίλος στο φέισμπουκ έγραψε βέβαια ότι ρώτησε μια κοπέλα σε σούπερ μάρκετ κι εκείνη του απάντησε ότι για 4 ώρες δουλειάς την Κυριακή θα πάρει 5 ευρώ. Δεν ξέρω αν ισχύει το νούμερο, προφανώς δεν έχει διασταυρωθεί, ίντερνετ είναι άλλωστε το μέρος όπου ο καθένας μπορεί να πει ανεύθυνα το οτιδήποτε, ανεύθυνα και χωρίς συναίσθηση της μεγαλύτερης εικόνας, της εικόνας που δεν συμπεριλαμβάνει μόνο τα συμφέροντα του εργαζομένου αλλά και αυτά του καταναλωτή, της εικόνας που δεν συμπεριλαμβάνει μόνο τα συμφέροντα του εργαζομένου αλλά και αυτά του εργοδότη, της εικόνας τελικά των ίδιων των συμφερόντων του εργαζομένου, εκτός κι αν δεχτούμε ότι η κυριακάτικη ανεργία είναι προτιμότερη, ρομαντικότερη και βιωματικότερη από την κυριακάτικη εργασία.
(Κείμενο γραμμένο για το «Κ» της Καθημερινής)