Τετάρτη, Νοεμβρίου 27, 2013

To ψυγείο στην πλάτη


Έχοντας, εκτός από το όσκαρ καλύτερου ντοκιμαντέρ, σαρώσει και όποιο άλλο βραβείο του αντιστοιχούσε στην πιάτσα, αυτού των περσινών Νυχτών Πρεμιέρας μη εξαιρουμένου, το «Ψάχνοντας τον Sugarman» του Μαλικ Μπεντζελουλ είναι μια ταινία όπου ένας Σουηδός σκηνοθέτης καταγράφει την -πολύ απίστευτη για να είναι αληθινή, κι όμως αληθινή- ιστορία της αναζήτησης δυο Νοτιοαφρικάνων θαυμαστών ενός Αμερικάνου μεξικανικής καταγωγής ροκ σταρ, που όμως δεν υπήρξε ποτέ σταρ στην πατρίδα του. Στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα ο Ροντρίγκεζ ανακαλύφθηκε από δυο σημαντικούς μουσικούς παραγωγούς να παίζει μουσική σε ένα μπαρ υποβαθμισμένης περιοχής στο Ντιτρόιτ, υπέγραψε με σημαντική δισκογραφική εταιρία κι έβγαλε δύο άλμπουμ, το Cold Fact” το 1970 και το “Coming From Reality” το 1971. Τρίτο δεν πρόλαβε να βγάλει, μολονότι το δούλευε και βρισκόταν στη μέση του, ακριβώς επειδή τα δύο πρώτα πήγαν άπατα. Στην ασφυκτικά περίκλειστη και απομονωμένη Νότια Αφρική του απαρτχάιντ όμως, ο θρύλος λέει πως μια κοπέλα έφερε μια κασέτα να ακούσει, και από στόμα σε στόμα τα τραγούδια του άρχισαν να γνωρίζουν τρελή επιτυχία. Και μάλιστα επειδή μερικά τραγούδια του είχαν πολιτικό περιεχόμενο απέκτησαν και χαρακτήρα συμβόλου κατά του καθεστώτος. Εντελώς άγνωστος στην πατρίδα του, εντελώς αστέρι στη Νότια Αφρική. Δυο παράλληλες άγνοιες: η άγνοια του ίδιου για το στάτους που είχε στη Νότια Αφρική και η άγνοια των νοτιοαφρικάνων για το ότι βρισκόταν ακόμα εν ζωή. Είχε κυκλοφορήσει εκεί η φήμη ότι σταμάτησε να βγάζει δίσκους επειδή είχε αυτοκτονήσει μεγαλοπρεπώς σε κάποια συναυλία του μπροστά στο κοινό του. Όταν στα τέλη της δεκαετίας του 90 δυο θαυμαστές αρχίζουν να προσπαθούν να εντοπίσουν πώς ακριβώς πέθανε και σε ποιόν πηγαίνουν τα χρήματα από τη δουλειά του (που εξακολουθούσε μετά την κυκλοφορία της σε cd να πουλάει τρελά) ανακαλύπτουν πως ο Ροντρίγκεζ δεν έχει πεθάνει. Ζούσε όλα αυτά τα χρόνια στο Ντιτρόιτ, εργαζόταν στις οικοδομές με σκληρή χειρωνακτική εργασία και τα έβγαζε πέρα ζώντας μια μετρημένη έως φτωχική ζωή. Μετά την ανακάλυψή – ανάστασή του λοιπόν, τον καλούν και το 1998 πηγαίνει και δίνει τρεις συναυλίες στη Νότια Αφρική. Οι τρεις κόρες του δεν πιστεύουν στα μάτια τους με όσα βλέπουν για το στάτους που έχει εκεί ο πατέρας τους. Ύστερα ξαναγυρνούν στην πόλη του όπου ακόμα είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από σταρ.
Από όλων των ειδών τους καλλιτέχνες όλων των εποχών κανείς δεν θα μπορούσε να είναι πιο τυχερός και πιο ευνοημένος από έναν Αμερικάνο μουσικό εκείνης της εποχής και αυτού του είδους της μουσικής (που είναι συγγενής με αυτή των ομότεχνών του της ίδιας ακριβώς περιόδου DonMcLean και Nick Drake). Βρισκόταν στο κέντρο του σύμπαντος, στην κατάλληλη θέση την κατάλληλη ώρα, με μια ολόκληρη βιομηχανία να ψάχνει ταλέντα σαν το δικό του για να μοσχοπουλήσει, και είχε όλο το ταλέντο για να φτάσει πολύ ψηλά, για να τον ξέρουν όλοι παντού, για να ζήσει τη ζωή ενός σταρ, για να λέμε σήμερα Ροντρίγκεζ και να μιλάμε για κάτι αυτονόητο, για κάτι δεδομένο, όπως λέμε Ντίλαν. Κι όμως δεν τα κατάφερε, κι όμως δεν έπιασε. Όποια κι αν είναι η εξήγηση. Ένας παραγωγός λέει ότι ακόμη και σήμερα προσπαθεί να το εξηγήσει και δεν μπορεί. Να είχε βάλει ένα όργανο αντί άλλου σε μια ενορχήστρωση; Να είχαν μπει διαφορετικά χρώματα στο εξώφυλλο των δίσκων; Ανεξήγητο. Μυστήριο. Όπως είναι και ο ίδιος. Ένας δημοσιογράφος λέει ότι προσπάθησε να τον «ανοίξει», να διερευνήσει τι ένιωθε ο ίδιος για όλη αυτή την ιστορία, κι όμως οι ερωτήσεις του έπεφταν σε τοίχο. Ο Ροντρίγκεζ τα έπαιρνε όλα πολύ νορμάλ: έτσι είναι αυτά τα πράγματα, απλά συνέβη αυτό που συνέβη. Και ίσως αυτή να είναι η μία και μοναδική αλήθεια. Πως και ο Ντίλαν να είσαι ή ο οποισδήποτε, πως και όλος ο κόσμος να εμπνέεται και να συγκινείται και να ταράσσεται από αυτό που δημιουργείς, πως και τμήμα των αναμνήσεών του να είσαι, και τμήμα της εσωτερικής του συναισθηματικής οικοσκευής, εσύ καλλιτέχνη ή εσύ πνευματικέ άνθρωπε, δεν είναι ένα ον ριζικά διαφορετικό από μας. Ο Ροντρίγκεζ -έστω και αν δεν το επέλεξε, έστω και αν αναγκάστηκε- είναι πάντως σαν με την μετέπειτα στάση του να λέει πως οκ, δεν τρέχει και τίποτα, το στάτους μου είναι σαν το δικό σας. Κι έτσι αντί της ζωής του ροκ σταρ, η ζωή του εργαζόμενου σε οικοδομές, σε κατεδαφίσεις και ανακαινίσεις. Μια κόρη του λέει ότι τον έβλεπε να κουβαλάει ένα ψυγείο στην πλάτη κατεβάζοντάς το από σκάλες. «Δεν μας φαινόταν περίεργο. Ο μπαμπάς μας δούλευε σκληρότερα από τους υπόλοιπους». Αντί για κιθάρες, στην πλάτη ψυγεία. Αντί για τα φώτα της σκηνής, τα ερειπωμένα κτίρια. 
Aνεξάρτητα από τα λεφτά που έχασε λόγω της μουσικής βιομηχανίας και τους ανθρώπους που πλούτισαν με τη δική του μουσική ενώ ο ίδιος έμεινε φτωχός, η κόρη του λέει πως ό,τι άρχισε έκτοτε να παίρνει από τις συναυλίες κλπ τα έδωσε και δεν κράτησε για τον εαυτό του τίποτα. Ο Ροντρίγκεζ δεν δέχτηκε να είναι καν παρών στην απονομή του όσκαρ για να μην πάρει κάτι από τη δόξα των δημιουργών του «και αυτό δείχνει τι άνθρωπος είναι», όπως είπε ο Σάιμον Τσιν παραγωγός της ταινίας, παραγωγός του επίσης οσκαρικού ντοκιμαντέρΜan on Wire
Μερικά στοιχεία του ντοκιμαντέρ έχουν τεθεί σε αμφισβήτηση. Αφενός o Ροντρίγκεζ είχε κάνει επιτυχία εκτός από τη Νότια Αφρική και στην Αυστραλία, όπου είχε κληθεί μάλιστα για τουρ στα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα και τις αρχές του ογδόντα, αφετέρου η συμβολή των τραγουδιών του στο αντί απαρτχάιντ κίνημα είναι μάλλον μηδενική. Όπως λέει μια σχετική κριτική: «Υπάρχει ένας πολύ καλός λόγος που δεν πήραν συνεντεύξεις από κανέναν που έκανε όντως θυσίες ή που συμμετείχε στις εξεγέρσεις των γκέτο. Δε θα τον είχαν καν ακουστά τον Ροντρίγκεζ. Ο μύθος που διασώζεται από την ταινία και τους γεμάτους νοσταλγία πρωταγωνιστές της θα απογυμνωνόταν. Ξέρω ότι η ταινία αφορά μια μικρή μειονότητα προοδευτικών λευκών, αλλά μας οδηγεί να πιστέψουμε πως υπήρχαν εκατομμύρια σαν αυτούς και πως ήταν πολύ επιδραστικοί. Δεν ήταν όμως. Οπότε τελικά μας απομένει η καθαρή νοσταλγία για κάτι που ήταν για τους περισσότερους μια πολύ σκοτεινή εποχή. Εκτός από εμάς τους φανς του Ροντρίγκες. Ναι λοιπόν ήταν κάπως ζοφερά, αλλά ακόμα και μέσα στο ζόφο εμείς είχαμε υπηρέτες»
Αυτά όμως είναι ενστάσεις που δεν αφορούν τελικά την ουσία και την καρδιά της ταινίας. Είναι που είναι από μόνη της η ιστορία συναρπαστική, ο Μπεντζελουλ με την κινηματογράφησή του την απογειώνει. Μας προσφέρει σκηνές ασυνήθιστες για ντοκιμαντέρ, έχοντας μια αγάπη για τις μεγάλες εικόνες. Ο τρόπος που κοιτάει τις πόλεις και γενικά η σκηνοθετική ματιά του είναι εντυπωσιακή. Έχουμε να κάνουμε με μια συνολικά σπουδαία ταινία, μια ταινία που όποιος τη δει δύσκολα δεν θα την αγαπήσει και δύσκολα δεν θα κολλήσει μετά με τα τραγούδια αυτού του τύπου που έζησε κουβαλώντας ψυγεία, με τα μεγάλα τραγούδια αυτού του τύπου που έζησε κουβαλώντας ψυγεία: “Sugar man, won't you hurry / 'cause I'm tired of these scenes / For a blue coin won't you bring back / All those colors to my dreams / Silver magic ships you carry / Jumpers, coke, sweet Mary Jane ”
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

5 Comments:

At 11/28/2013 01:31:00 μ.μ., Blogger ΑΦ said...

Δεν είχα ιδέα. Άκουσα 5-6 τραγούδια του και μου φάνηκε παράξενη η μουσική του. Εναλλάξ αριστουργηματική και αφελής. Κάποια από τα ιδιαίτερα στοιχεία της χαλάνε τη μίξη. Εκεί που πάει να σε ενθουσιάσει κάτι σε ενοχλεί. Η ταινία μπαίνει σε πρώτη προτεραιότητα. Πολύ ωραίο κείμενο.


 
At 11/29/2013 12:58:00 π.μ., Blogger Theo said...

Μετά που είδα το άριστο ντοκιμαντέρ, άκουσα όλα τα τραγούδια του Ροντρίγκεζ και συμφωνώ με τον ΑΦ.
Κάποια τραγούδια, υπέροχα.
Κάποια άλλα, τόσο αφελή, που τα άκουσα με το ζόρι.

Ο τύπος, όμως, είναι μοναδικός.
Με πόση άνεση, αυτογνωσία και ταπεινοφροσύνη απορρίπτει το american dream, τη δόξα, το χρήμα, την αναγνώριση, σαν σκύβαλα, που πράγματι είναι!
Να τον έχει ο Θεός καλά!!

 
At 12/03/2013 04:31:00 μ.μ., Blogger Old Boy said...

ΑΦ και Theo, δεν ξέρω, μερικά τραγούδια μπορεί και να ειναι αφελή. Σε αυτά που κολλάς όμως, κολλάς για τα καλά :)

 
At 12/03/2013 05:14:00 μ.μ., Blogger ΑΦ said...

Βασικά εννοούσα εναλλαγή αριστουργήματος και αφέλειας μέσα στο ίδιο το τραγούδι! Για παράδειγμα το Sandrevan Lullaby, το πρώτο μισό είναι πολύ καλό, το χτίζει θαυμάσια και μετά το δεύτερο μισό σου φεύγουν τα ούρα. Ε, νομίζω ότι ο επίλογος είναι καταστροφικός. Σε άλλα τραγούδια το ξενέρωμα υπεισέρχεται με πιο ασαφή τρόπο. Τα λέω όπως το καταλαβαίνω δεν έχω ιδέα από μουσική σύνθεση.

 
At 12/03/2013 10:41:00 μ.μ., Blogger Old Boy said...

Μπορεί να τον φάγαν οι παραγωγοί ;) Εμένα πάντως μου αρέσει πολύ.

 

Δημοσίευση σχολίου

<< Home