Τετάρτη, Ιανουαρίου 30, 2013

West Wing του 19ου αιώνα

Λίνκολν στο ελculture.

Τρίτη, Ιανουαρίου 29, 2013

Ο Μ. Αζ.

Aναβρασμός επικρατούσε στους κόλπους των μαζοχιστών. Η συμβατική σοφία αιώνων, βάσει της οποίας ο ηγέτης τους έπρεπε να είναι διαφορετικός από τους ίδιους, εφόσον ήθελαν να πάνε μπροστά και να μην οδηγηθούν στην συλλογική αυτοκαταστροφή, δοκιμαζόταν στο πρόσωπο του Μ. Αζ. Ο Μ. Αζ. είχε λανσάρει μια πλατφόρμα ιδεών που έβρισκε ολοένα και μεγαλύτερη απήχηση στα μαζόχια. Είχαν ωριμάσει οι συνθήκες για τον πρώτο μαζοχιστή ηγέτη, έλεγε. Ο καιρός που άλλοι αποφάσιζαν για μας ανήκε στο παρελθόν, έλεγε. Δεν μας καταλαβαίνουν, άρα δεν μπορούν να ξέρουν τι στα αλήθεια ποθούμε, έλεγε. Ο Μ. Αζ. ήταν αναμφίβολα ένας χαρισματικός μαζοχιστής. Όσο ο καιρός των εσωτερικών εκλογών πλησίαζε, γινόταν φανερό πως μόνο έναν κίνδυνο διέτρεχε η υποψηφιότητά του: να μην τον εξέλεγαν, όχι πια από φόβο πως δεν είναι ο κατάλληλος, αλλά ακριβώς επειδή ο μαζοχισμός τους δεν τους επέτρεπε να κάνουν κάτι με το οποίο θα χαρούν θετικά (γιατί χαρές ασφαλώς και είχαν -κι εδώ τους είχαν παρεξηγήσει οι κανονικοί- μόνο που επρόκειτο για χαρές αρνητικές, για χαρές σκούρες, για χαρές ζόρικες). Έτσι, ενώ κανονικά θα σάρωνε, ο Μ. Αζ. επικράτησε με οριακή πλειοψηφία. Πάντως επικράτησε, κι αυτό ήταν που μετρούσε. Είχαν επιτέλους επιτύχει μια μεγάλη υπέρβαση, ήταν έτοιμοι να εκπροσωπηθούν από μια αυθεντικά δική τους φωνή. Πηγαίνοντας να εκφωνήσει τον ευχαριστήριο λόγο του, λίγο πριν λουστεί από το φως των προβολέων, ο Μ. Αζ. μπλοκάρισε συναισθηματικά. Άλλοι λένε πως λύγισε από το βάρος των ευθυνών, άλλοι επικαλούνται πολιτικές θεωρίες συνωμοσίας. Πέραν από τις θεωρίες, το αναμφισβήτητο γεγονός είναι πως, προς κατάπληξη όλων, αντί να βγει να πανηγυρίσει για τη νίκη του, βγήκε και ζήτησε συγγνώμη που δεν μπορεί να αποδεχτεί το αξίωμα. Τίποτα άλλο δεν συμπλήρωσε, καθώς πριν καλά καλά τελειώσει την πρόταση εξαφανίστηκε από τη σκηνή μέσα σε ένα σύμπλεγμα απόλυτης ενοχής που τον σκέπαζε γλυκύτερα από ποτέ, την ώρα που στην αίθουσα το κοινό ξεσπούσε σε λυτρωτικές οιμωγές. Εκείνος πολλά χρόνια αργότερα επαιρόταν στα εγγόνια του πως έφτασε τον μαζοχισμό σε νέα ύψη, πως δοκίμασε μια εμπειρία που κανείς από τους ομοίους του δεν είχε τολμήσει να γευτεί. Αυτά τον άκουγαν με δέος. Μεγαλώνοντας θα προσπαθούσαν να μιμηθούν τα επιτεύγματά του, ματαίως όμως, αφού κανείς ή είναι χαρισματικός ή δεν είναι. Μετά το φιάσκο με τον Μ. Αζ. οι μαζοχιστές συνέχισαν να εκπροσωπούνται από ξένους, χωρίς αμφισβήτηση πλέον. Δεν τους άρεσε μεν, αλλά για αυτό ακριβώς τους άρεσε κιόλας. 

Δευτέρα, Ιανουαρίου 28, 2013

Να σε σκοτώνουν χωρίς «επειδή»

Ανοικτά της Λέσβου το Κονέκτικατ είναι άγνωστη λέξη. Ανοικτά της Λέσβου πνίγεσαι και πεθαίνεις έναν θάνατο που δεν θα προξενήσει σκανδαλισμό στην οικουμένη. Πεθαίνεις έναν θάνατο μετά τον οποίο κανείς δεν θα σε αποκαλέσει αγγελούδι. Δεν είσαι αγγελούδι, δεν είσαι άγγελος, δεν είσαι καν φτωχοδιάβολος. Είσαι σκέτο διάβολος. Δεν χωράτε όλοι εδώ· τώρα το έμαθες με τον οριστικότερο τρόπο. Ας πρόσεχες, καλά να πάθεις, δεν σε φωνάξαμε εμείς, ούτε ήρθαμε εμείς να σου κατσικωθούμε στην κωλοχώρα σου. Λαθραία έζησες, λαθραία μετανάστευσες, λαθραία πεθαίνεις, λαθραία θα χωρέσεις κάπου στην ειδησεογραφία. Πακέτο με τον φράκτη του Έβρου που ολοκληρώθηκε για να σε αποτρέπει από ξηράς. Με αυτόν κάνεις καλύτερο σετάκι. Όχι με το Κονέκτικατ. Κι ας συμβήκατε την ίδα μέρα, κι ας είναι ο αριθμός των νεκρών παραπλήσιος. Οι άνθρωποι με τους ανθρώπους και τα ζώα με τα ζώα. Για το ότι κάποιοι επιχαίρουν για τον πνιγμό σου δεν χρειάζεται η επιστράτευση κάποιας νοσηρής φαντασίας. Αρκεί να διαβάσει κανείς σχόλια αναγνωστών κάτω από την είδηση στα σάιτ. Αλλά ευτυχώς τα ελληνόπουλα στο Κονέκτικατ είναι σώα. Μια καλή είδηση μέσα στο ζόφο της σφαγής. Την ακούμε συχνά για να την εμπεδώσουμε. Καμιά πενηνταριά συνολικά οι νεκροί σε Κονέκτικατ και Λέσβο, αλλά μεταξύ τους ούτε ένας Έλληνας· έστω και δέκατης πέμπτης γενιάς.

Φεύγοντας από τις γενιές των Ελλήνων και πηγαίνοντας στις γενιές των ανθρώπων, μερικές χιλιετίες γνωστής ανθρώπινης ιστορίας μας είχαν πείσει ότι ο άνθρωπος ως είδος έχει κάποια δεδομένα χαρακτηριστικά, μια γκάμα συμπεριφορών εντός της οποίας κινείται. Ξέραμε ας πούμε πως υπήρχαν πολλοί λόγοι για να κάνεις κακό στους άλλους. Το να σκοτώνεις στο όνομα μιας ιδεολογίας, το να σκοτώνεις για να κερδίσεις εξουσία, το να σκοτώνεις κάποιον που σου στέκεται εμπόδιο ή κάποιον που μισείς, το να κάνεις κακό για να κερδίσεις εσύ κάτι, έχει νόημα. Το να σκοτώνεις όμως αγνώστους σου, έτσι, χωρίς μια προφανή εξήγηση, συνιστά μια πολύ πιο θεμελιακή άρνηση της ζωής, κλονίζει τα ως τώρα παραδεκτά για τη σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο. Παίρνω τρία όπλα, φοράω ένα αλεξίσφαιρο γιλέκο και σκοτώνω όσους περισσότερους προλάβω πριν με σκοτώσουν: βρισκόμαστε σε άγνωστη χώρα, βρισκόμαστε στο τέλος της επικράτειας αυτό που ήταν κοινά παραδεκτό ως ανθρώπινο. Ακόμη και οι απάνθρωπες συμπεριφορές είναι υπό αυτήν την έννοια ανθρώπινες. Απάνθρωπο είναι αυτό που έκανε ο Μπρέιβικ, που σκότωσε δεκάδες ανθρώπους για να στείλει ένα μήνυμα ιδεολογικού μίσους. Αλλά το απάνθρωπο μπορείς να το καταλάβεις. Αυτή η επιδημία μαζικών δολοφονιών που έχει ξεσπάσει τα τελευταία χρόνια δεν είναι απάνθρωπη. Αυτή η επιδημία είναι σαν να ανήκει σε ένα νέο είδους ανθρώπου.
Μπαίνω σε ένα πανεπιστήμιο, σε ένα εμπορικό κέντρο, σε ένα σινεμά, σε ένα σχολείο. Και σκοτώνω, σκοτώνω, σκοτώνω. Όποιον βρω μπροστά μου. Δεν έχουμε παραβίαση του κοινωνικού συμβολαίου: βρισκόμαστε σε χώρο που το κοινωνικό συμβόλαιο δεν είχε καν προβλέψει. Οι κοινωνίες συγκροτήθηκαν πάνω στα δεδομένα του τι είναι ο άνθρωπος και εντός ποιών ορίων κινείται: φυσικά και δεν μπαίνουν οι άνθρωποι να σκοτώνουν παιδιά στα σχολεία. Αν έχουν ψυχολογικά ή υπαρξιακά προβλήματα αυτοκτονούν. Αν έχουν θέματα και με δικούς τους ανθρώπους τους σκοτώνουν κι αυτούς. Αλλά ως εκεί. Δεν κάνουν περιοδεία φόνων πριν αυτοκτονήσουν.
Και μάλλον είναι τελικά προτιμότερο να σκοτώνεις τον άλλο επειδή έχεις κάτι να κερδίσεις ή επειδή ο άλλος είναι κάτι που μισείς, γιατί αυτό το επειδή πολεμιέται, γιατί αυτό το επειδή συνιστά -οσοδήποτε απεχθές κι αν είναι- ένα νόημα, μια εξήγηση, έναν ειρμό, μια αιτιολόγηση. Το να σκοτώνω όμως με αυτόν τον μιμητικά επαναλαμβανόμενο τρόπο, δεν συνιστά κάποια ατομική ψυχική διαταραχή, συνιστά βασικά μια κοινωνική ψυχική διαταραχή, είναι η ψυχή μιας κοινωνίας κι ενός πολιτισμού (και μάλιστα ενός πολιτισμού σαν τον αμερικάνικο που έχει υπάρξει ο επιδραστικότερος του πλανήτη εδώ και πάρα πολλές δεκαετίες) βαθύτατα διαταραγμένου.
Έχω το μέσα, έχω τον τρόπο, ξεμπερδεύω από ό,τι κάνει τη ζωή μου αβίωτη, σκοτώνοντας όμως πρώτα κι άλλους πολλούς, επειδή είναι κι αυτό πια κάτι που γίνεται, επειδή κι αυτό ξέφυγε πια από τη σφαίρα του αδιανόητου και μπήκε στη σφαίρα του στατιστικά αναμενόμενου. Ο άνθρωπος ως είδος ξεπέρασε κι αυτό το στάδιο. Τώρα σκοτώνει τους ομοίους του κατά δεκάδες, χωρίς να έχει ανάγκη να βρει και κάποιον ειδικό λόγο, έτσι, επειδή έχει τα θέματά του, έτσι, επειδή γιατί να παραμείνει μόνος και στον θάνατο, αυτοκτονώντας κάπου ήσυχα; Ας πάρει μαζί του όσα περισσότερα εξάχρονα κι επτάχρονα μπορεί. Ποτέ δεν είναι αργά για να κοινωνικοποιηθείς.
Σαν η διάκριση καλού κακού να έχει καταστεί ανενεργή. Σαν αυτό που κάνουν να μη συνιστά καν κακό, αλλά κάτι πέραν του κακού. Σαν να έχουν ξεφύγει από οποιοδήποτε αξιακό σύστημα, σαν να μη σκοτώνουν ανθρώπους αλλά κάτι μη αληθινά αληθινό, σαν όλα να είναι ψεύτικα, σαν όλα να είναι ένας συνδυασμός απέραντης εικονικότητας, απέραντης κενότητας νοήματος και ταυτόχρονα ενός ανομολόγητα απέραντου πόνου, που επιτέλους λαμβάνει το αμετάκλητό του τέλος. 
(Κείμενο γραμμένο για το Unfollow) 

Σάββατο, Ιανουαρίου 26, 2013

Τέλος κι αρχή

«Tέλος» είπε ξανά και μετά δεν μίλαγε κανείς. Κανείς από τους δύο. Δύο χρόνια τώρα τα είχαν πει όλα. Όλα όσα έπρεπε και κυρίως όλα όσα δεν έπρεπε. Έπρεπε μήπως να προχωρήσουν προς κάπου διαφορετικά; Διαφορετικά τα δύο χρόνια θα γίνονταν τέσσερα και μετά οκτώ και μετά δεκάξι; Δεκάξι χρόνια αργότερα έκαναν ακριβώς τις ίδιες σκέψεις. Σκέψεις που απασχολούσαν το μυαλό τους όσο κυριαρχούσε πάλι η σιωπή. Σιωπή που έσπασε με μια καθόλου απροσδόκητη αγκαλιά. Αγκαλιά που οδήγησε σε ένα καθόλου απροσδόκητο φιλί. Φιλί που αδυνατούσε να φθαρεί από το χρόνο. Χρόνο με το χρόνο, δεν άντεχε απλώς, δυνάμωνε κιόλας, γεγονός που είχε πάψει να τους εντυπωσιάζει αρκετές χιλιάδες φιλιά πριν. Πριν κουραστεί ένα φιλί, έχει κουραστεί η επιθυμία. Επιθυμία τους λοιπόν ήταν να συνεχίσουν να επιθυμούν ο ένας τον άλλο. Άλλο κάτι για εξήγηση δεν είχαν. Είχαν καταλήξει πως ό,τι είχε να εξηγηθεί εξηγήθηκε κι ό,τι ήταν να μείνει ανεξήγητο θα έμενε ανεξήγητο. Ανεξήγητο ας πούμε θα έμενε για πάντα το πώς εξακολουθούσαν να είναι μαζί. Μαζί, παρόλα όσα δεν έπρεπε, παρόλα όσα είχαν προηγηθεί, παρόλα όσα επαναλαμβάνονταν διαρκώς. Διαρκώς η μεταξύ τους εκκρεμότητα παρέμενε εκκρεμής και η μεταξύ τους σιγουριά παρέμενε σίγουρη. Σίγουρη σε κάθε ιστορία είναι, λένε, μόνο η αρχή. Αρχή όμως σε κάθε ιστορία, δεν είναι απαραίτητα εκείνη που προηγείται χρονικά. Χρονικά ναι, ήταν σκανδαλώδες, ωστόσο τώρα, δεκάξι χρόνια αργότερα μετά τα δύο αρχικά, η διαδοχή δεν ήταν σιωπή - αγκαλιά - φιλί - τσακωμός, η διαδοχη ήταν σιωπή - αγκαλιά - φιλί - αρχή.     

Πέμπτη, Ιανουαρίου 24, 2013

Ο Πολωνός Καψής

Η Ταινιοθήκη της Ελλάδας φιλοξένησε μέσα στον Δεκέμβρη μια μεγάλη και πολύ ενδιαφέρουσα αναδρομική έκθεση στο έργο του Αντρέι Βάιντα. Στον βραβευμένο με Χρυσό Φοίνικα «Άνθρωπο από Σίδερο», ταινία του 1981 που μπόρεσε να γυριστεί λίγο πριν το πραξικόπημα Γιαρουζέλσκι, ο Βάιντα καταγράφει την μεγάλη απεργία που είχε κηρυχθεί με επίκεντρο τα ναυπηγεία του Γκντανσκ και τα γεγονότα που οδήγησαν στην αναγνώριση της «Αλληλεγγύης» τον Αύγουστο του 1980. 
Ένας δημοσιογράφος της κρατικής ραδιοφωνίας, που στα νιάτα του είχε παρρησία και τολμούσε να συγκρούεται, έχει μεταλλαχθεί σε αλκοολικό καθεστωτικό προπαγανδιστή. Σε μια σύντομη σκηνή στην αρχή της ταινίας, προετοιμάζεται για την εκπομπή του, όπου εκπρόσωποι γυναικείων οργανώσεων περιγράφουν πόσο μεγάλα προβλήματα δημιουργούν στη καθημερινότητά τους οι απεργίες. Για την ακρίβεια, όταν πάνε να τις πουν απεργίες, τις διορθώνει: «αυθαίρετη διακοπή της εργασίας» είναι ο πιο δόκιμος όρος. Μια γυναίκα περιγράφει πως «δεν μπορεί να καταλάβει» τους εργαζόμενους στα δημοτικά Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, πως εξαιτίας τους αναγκάζεται τώρα να περπατάει 20 χιλιόμετρα για να πάει στη δουλειά της. Μια άλλη πως όσα τα πλοία είναι δεμένα στα λιμάνια οι μπανάνες σαπίζουν· κι οι βιταμίνες τους είναι τόσο απαραίτητες για τα παιδιά. 
Στο νου έρχεται αυτόματα ο Μανώλης Καψής, ο άνθρωπος που βάλθηκε να εξολοθρεύσει με τον πύρινο τηλεοπτικό του λόγο μία - μία τις «συντεχνίες» που απεργούν, στο όνομα πάντα της υπεράσπισης όλης της υπόλοιπης κοινωνίας, αφαιρουμένου του εκάστοτε συντεχνιακού της σκέλους. Από τον υπαρκτό σοσιαλισμό των αρχών της δεκαετίας του 1980 ως τον μνημονιακό καπιταλισμό των αρχών της δεκαετίας του 2010 κάποιες σταθερές παραμένουν αμετάβλητες. Κι ίσως ανεξάρτητα από τα επιμέρους ποιοτικά χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν τα πολιτεύματα, υπάρχει στην καρδιά του κάθε πολιτεύματος και κάτι αδιαφοροποίητο: το σύστημα εξουσίας αυτονομείται από τις διακηρύξεις που το νομιμοποιούν, ενοχλείται από ό,τι δεν συμμορφώνεται προς τις υποδείξεις του και το συκοφαντεί με κάθε τρόπο.
Στην ταινία ο δημοσιογράφος στέλνεται από τη Βαρσοβία στο Γκντανσκ για να λειτουργήσει ως πληροφοριοδότης. Σταδιακά θα αρχίζει να αλλάζει μυαλά και θα κάνει την μικρή του προσωπική εξέγερση. Είναι όμως αργά: τον κοιτούν ήδη με περιφρόνηση. Κι ίσως το βλέμμα της περιφρόνησης είναι το αντίτιμο της οσφυοκαμψίας, το ελάχιστο αντίτιμο που πληρώνεις όταν μετατρέπεσαι σε καθεστωτικό παπαγάλο.
---
Το κείμενο είχε γραφτεί για τη στήλη «Ανακόλουθα» του τρέχοντος τεύχους του Unfollow. Το αναρτώ επειδή αποκτά μια επικαιρότητα, διευκρινίζοντας πως προφανώς δεν υπαινίσσεται ότι οι απεργίες δεν έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο και πως πρόκειται για επικοινωνιακό τέχνασμα. Προφανώς οι απεργίες προξενούν υπαρκτά προβλήματα. Προφανώς ας πούμε οι απεργίες στα μέσα μαζικής μεταφοράς είναι κάτι εξαιρετικά επώδυνο. 
Κι ακόμη πιο προφανώς το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο τοποθετείται απέναντι στα πράγματα συνολικά και με το μυαλό στην μεγάλη εικόνα. Διόλου απίθανο λοιπόν, το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, όπως ψήφισε τον Ιούνιο αυτό που ψήφισε δίνοντας το πρώτο λαϊκό πρασινό φως στην μνημονιακή μεταρρύθμιση της ελληνικής κοινωνίας, να συνεχίσει να το δίνει, με μεγαλύτερο πάθος αυτή τη φορά και με μεγαλύτερη ένταση, στρεφόμενο κατά κάθε βολεμένης συντεχνίας που το βασανίζει, στην επιδίωξή της να εξαθλιωθεί με βραδύτερους ρυθμούς από ό,τι το ίδιο. 

Τετάρτη, Ιανουαρίου 23, 2013

Aντάρτικο εικόνων


Διακόπτω προσωρινά το αντάρτικο πόλεων για κινηματογραφικά νέα.
Για Ταραντίνο και Κιμ Κι Ντουκ σετάκι διαβάζει όποιος δεν έχει να κάνει κάτι καλύτερο στη ζωή του εδώ, για Μπεν Άφλεκ σκέτο εδώ.
Aντιγράφοντας τώρα από το σχετικό Δελτίο Τύπου:
«Στις 24 Ιανουαρίου 2012 ο Θόδωρος Αγγελόπουλος αναχώρησε για το δικό του ταξίδι  προς την αιωνιότητα, προς το όνειρο, προς μια νέα αρχή:  “In my end is my beginning” (στο τέλος μου είναι η αρχή μου) ήταν ο στίχος του Τ.Σ Έλιοτ που τόσο αγαπούσε, και ακολουθεί… Από τις 24 έως και τις 30 Ιανουαρίου του 2013, ακριβώς έναν χρόνο μετά τον θάνατό του αλλά και πολλά χρόνια μετά την πρώτη ή την δεύτερη προβολή τους στους κινηματογράφους, οι αθάνατες ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου θα συναντήσουν ξανά το κοινό μέσα στις αίθουσες και σε κόπια φιλμ».
Για το αναλυτικά πρόγραμμα των ταινιών δες την φωτογραφία ή μπες και στο σχετικό μπλογκ.
Aυτά είχα να πω. Κι αν έχει ανατριχιάσει ο Κοστίνιο που έβαλα Ταραντίνο κι Αγγελόπουλο στο ίδιο ποστ, ας πρόσεχε. 

Ούτε νόμος ούτε τάξη

H συγκυβέρνηση αρχίζει επιτέλους να ρολάρει, επιτυγχάνοντας αρμονική κατανομή των αρμοδιοτήτων: ο Δένδιας αναλαμβάνει τους δικαστές που παίρνουν αποφάσεις τις οποίες δεν εγκρίνει, ο Βενιζέλος αναλαμβάνει τους εισαγγελείς που κάνουν προτάσεις τις οποίες δεν εγκρίνει, ενώ η ΔΗΜΑΡ έχει τον Υπουργό Δικαιοσύνης να συγκινείται συχνά από μικροφώνου, αλλά να μένει καθώς φαίνεται ασυγκίνητος σε θέματα που άπτονται της αρχής της διάκρισης των εξουσιών. Άλλο πράγμα από το να δηλώνουμε εχθροί της ανομίας δεν κάνουμε λοιπόν, αρκεί βέβαια ο νόμος να εφαρμόζεται με τον τρόπο που η εκτελεστική εξουσία κρίνει ως κατάλληλο. Ειδάλλως, ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη μιλά για δικαστές που δεν έχουν ηθικό ανάστημα, επειδή δεν προφυλάκισαν τους κατηγορούμενους που ήθελε και το ΠΑΣΟΚ μιλά για οικονομικούς εισαγγελείς που λειτουργούν με βάση θεωρίες συνωμοσίας, επειδή ζήτησαν να ασκηθεί ποινική δίωξη για το φούσκωμα του ελλείμματος.
Το «νόμος και τάξη» λοιπόν, δεν είναι ακριβώς νόμος και τάξη. Είναι η προτεραιότητα της τάξης, είναι η τάξη πάνω από το νόμο. Αλλά ακόμα και λάτρης της τάξης πάνω από το νόμο να είσαι, διαπιστώνεις πως η συγκυβέρνηση αρχίζει να βρίσκει πλέον εντελώς γοητευτική και εντελώς προς το συμφέρον της την ιδέα της αταξίας πάνω από την τάξη. Θεωρώντας πως η ατζέντα της βίας είναι το προνομιακό της πεδίο, πιστεύοντας ίσως πως τίποτα δεν εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντά της από μια αληθινή ή τεχνητή αναταραχή, πηγαίνει την πολιτική κόντρα ολοένα και πιο στα άκρα, καθιστώντας την ολοένα και πιο άγρια, ολοένα και πιο χυδαία.
Σκοτεινιά.

Τρίτη, Ιανουαρίου 22, 2013

Και με τα δυο του χέρια

Η ΝΔ είναι ένα κόμμα που δεν πήρε καν 30% στις εκλογές του Ιουνίου. Ένα μήνα νωρίτερα δε, είχε πάρει λιγότερο από 19%. Το γεγονός ότι συμπεριφέρεται ως κόμμα που πήρε πάνω από 45%, προφανώς δεν είναι δικό της πρόβλημα, αλλά πρόβλημα των άλλων δύο χάρη στους οποίους κυβερνά.
Αν δεχθούμε πως τον Ιούνιο ο κόσμος ψήφισε, έστω και με οριακή πλειοψηφία, ευρώ με κάθε τίμημα, άρα και με το τίμημα του μνημονίου, πάντως από πουθενά δεν προκύπτει ότι ψήφισε εμφυλιοπολεμική δεξιά. Εάν η ΝΔ ήθελε να κυβερνήσει σαν ακροδεξιότατη ακροδεξιά, υπήρχε η Χρυσή Αυγή, χρειάζονταν ακόμη κάτι λίγοι βουλευτές, ας τους έβρισκε ανάμεσα στους βουλευτές του Καμμένου.
Το μόρφωμα «Εμφυλιοπολεμική δεξιά που κυβερνά χάρη στη στήριξη ενός κόμματος που λέγεται Δημοκρατική Αριστερά» αρχίζει να θυμίζει ολοένα και περισσότερο έκτρωμα.
Είναι δηλαδή άλλο ο απεχθής μνημονιακός χαρακτήρας του, ο οποίος εν πάση περιπτώσει σε ένα βαθμό ψηφίστηκε από το λαό, και άλλο αυτό το πράγμα που στήνεται με ρυθμούς ολοένα και πιο ξεδιάντροπους.
Δεν υπάρχει κανείς Κεδίκογλου και κανείς Δένδιας που να μπορεί να σταθεί, αν δεν τον στηρίζει και με τα δύο χέρια ο Φώτης Κουβέλης.
Και αν είναι τελικά δικαίωμα της Δημοκρατικής Αριστεράς να αδιαφορεί για το τι πρεσβεύει η αριστερά, δεν είναι δικαίωμά της να αδιαφορεί για το τι σημαίνει δημοκρατία. 

Κυριακή, Ιανουαρίου 20, 2013

H Bία και η Καθαρίστρια

Μας έλειψε πολύ τους τελευταίους μήνες, δεν είχαμε μάθει μακριά της, κι έτσι τώρα στο come back της δεν την χορταίνουμε. Στις οθόνες μας η πρόεδρος της Δημοκρατικής Συμμαχίας (ή πρώην πρόεδρος της ΔΗ.ΣΥ, ή πρόεδρος της πρώην ΔΗ.ΣΥ, ή whatever). Παρακολουθούμε στις ειδήσεις απόσπασμα ομιλίας της στη Βουλή, όπου προσφέρει ορολογικές διευκρινίσεις: «Βία και τρομοκρατία είναι τα τρία παιδιά που χάσανε τη ζωή τους στη Marfin διότι δικαιούνταν να δουλέψουν, είναι το 45άρι, είναι τα γκαζάκια, είναι ότι σήμερα οι καθηγητές της ΑΣΟΕΕ διστάζουν να μπουν στη σχολή διότι φοβούνται για τη ζωή τους. Βία και τρομοκρατία είναι να δέρνουν τον Αιγύπτιο εργάτη μέσα στο σπίτι του και να τον στέλνουν στο νοσοκομείο, όχι διότι δεν είναι καλός εργάτης, αλλά επειδή είναι Αιγύπτιος». Δεν γνωρίζω αν το να μην είναι κανείς καλός εργάτης συνιστά μια πιο εύλογη αιτία για να τον στέλνεις στο νοσοκομείο (εκτός κι αν εδώ προφητεύεται το επόμενο εξελικτικό στάδιο του καπιταλισμού), το θέμα πάντως είναι πως εκείνο που τα κανάλια δεν έκριναν τόσο σκόπιμο να δείξουν ήταν η αφορμή για το λογύδριο. Κι η αφορμή ήταν μια αποστροφή λόγου του Παναγιώτη Λαφαζάνη, που αναφερόμενος στην απόλυση 300 περίπου καθαριστριών των ΔΟΥ (οι οποίες αμείβονταν με το αστρονομικό ποσό των 325 ευρώ καθαρά τον μήνα) είχε αναρωτηθεί: «Αυτό δεν είναι βία, δεν είναι τρομοκρατία;». 
Οι αόρατες, εξορισμένες από τον μέινστριμ μιντιακό λόγο καθαρίστριες, επανέρχονται αιφνιδίως από την πίσω πόρτα. Όχι ως μέλη της εργατικής τάξης, αλλά ως πιθανά θύματα τρομοκρατίας. Η σφαίρα που βρήκε το γραφείο του Πρωθυπουργού ξεσηκώνει αγανάκτηση: κι αν την ώρα εκείνη ήταν εκεί μια καθαρίστρια; 
Τι θέλω να πω; Ότι επειδή ήταν 3 το πρωί ήταν δύσκολο να υπάρχει στο γραφείο καθαρίστρια; Ότι οι σφαίρες που εξοστρακίζονται με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα είναι κατά παράδοση οι αστυνομικές; Τίποτα από τα δύο. Και τίποτα πιο αποκρουστικό από τα καλάσνικοφ. Γιατί το επιχείρημα περί βίας είναι τελικά το ακριβώς αντίστροφο: αν μισείς τα καλάσνικοφ τα μισείς επειδή είναι καλάσνικοφ. Και το καλάσνικοφ είναι κάτι ριζικά διαφορετικό από το γιαούρτι, τη λεκτική αποδοκιμασία στο δρόμο ή την πολιτική κριτική κατά καναλαρχών και μεγαλοδημοσιογράφων. Όταν λοιπόν αυτά είτε τα τσουβαλιάζεις στην ίδια κατηγορία «βίας» με τα καλάσνικοφ είτε τα αναγορεύεις σε προπαρασκευαστικο τους στάδιο, τότε ή δεν μισείς τα καλάσνικοφ αρκετά ή το πρόβλημά σου δεν είναι τα καλάσνικοφ, αλλά οτιδήποτε στρέφεται εναντίον των συμφερόντων σου.
Τι ρόλο έχει λοιπόν το υποκείμενο «καθαρίστρια» στο δημόσιο διάλογο; Η καθαρίστρια που απολύεται από τη ΔΟΥ δεν θα βρει θέση στα δελτία ειδήσεων. Η καθαρίστρια ως μέλος της εργατικής τάξης, όπως και ίδια η έννοια της εργατικής τάξης, δεν έχουν θέση στο δημόσιο διάλογο. Είμαι σαράντα ετών και μέχρι πάρα πολύ πρόσφατα δεν χρησιμοποιούσα καν τον όρο «εργατική τάξη». Πάρα πολλοί από εμάς μεγαλώσαμε σε μια εποχή που θεωρούσαμε ότι ο όρος ανήκε χρονικά και τοπικά κάπου αλλού. Τελικά εμείς ήμασταν αλλού για αλλού. 
Έτσι ο Θοδωρής Αθερίδης εξηγεί στην εκπομπή του Πέτρου Κωστόπουλου την «φρικτή αλήθεια που πρέπει να μάθει ο κάθε άνθρωπος»: «Εφόσον αγαπάμε τον καπιταλισμό πρέπει να κάτσουμε να την πιούμε τώρα ... Είναι σαν να κάθεσαι σε ένα τραπέζι, να παίζεις χαρτιά και την ώρα που χάνεις να αρχίσεις να γκρινιάζεις». Καπιταλισμό δεν ήθελε κι η χαρτοπαίκτρια καθαρίστρια της ΔΟΥ; Ας καινοτομήσει, ας δει τις προτάσεις Λοβέρδου για τη νέα επιχειρηματικότητα ή ας τον πιεί. Σε κάθε περίπτωση -και για να είμαστε εννοιολογικά καθαροί- αν εξαθλιωθεί και πεθάνει από την πείνα, δεν θα έχει πεθάνει ούτε βίαια ούτε άνομα. Θα έχει πεθάνει ειρηνικά και νόμιμα, θα έχει πεθάνει λόγω χρεοκοπίας, θα έχει πεθάνει επειδή όπως ομολογεί κι ο Γιάννης Πρετεντέρης: «Όλοι ζήσαμε ένα όνειρο». Το όνειρο των 325 ευρώ λαμβάνει τέλος. Με τα λόγια του Αθερίδη: «Μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν, υπάρχει αξιοπρέπεια, ψηλά το κεφάλι και θα κάτσουμε να τον πιούμε τώρα». «Σκάσε και κολύμπα» προσθέτει ο Κωστόπουλος.
(Κείμενο γραμμένο για την Ελευθεροτυπία)

Σάββατο, Ιανουαρίου 19, 2013

Δεν το πολυσκέφτομαι. Αυτό είναι η αλήθεια. Ξέρω ότι δεν σε πείθω τώρα. Ξέρω ότι νομίζεις πως το λέω για να κρύψω τη ντροπή μου. Αλλά έτσι είναι. Δεν το πολυσκέφτομαι. Προτιμώ να σκέφτομαι τα δικά μου. Πάντοτε τα δικά μου σκεφτόμουν άλλωστε. Άνθρωποι σαν εμένα, που ζουν βασικά στις σκέψεις τους δηλαδή, δεν θα πάνε πουθενά στη ζωή τους, από την άλλη όμως όπου και να πάνε δεν θα τους κάνει και τόσο μεγάλη διαφορά. Όλοι εμείς που ζούμε βασικά στις σκέψεις μας είμαστε τοποθετημένοι ανάμεσα σε εκείνους που ζουν βασικά στον κόσμο (που ο κόσμος είναι ο φυσικός τους χώρος και οι σκέψεις απλώς σκέψεις κι όχι όλος τους ο κόσμος) και σε εκείνους που ζουν βασικά στο μυαλό τους (που ζουν τόσο βαθιά στο μυαλό τους που χάνουν την αίσθηση και του κόσμου και των σκέψεων). Για τους τελευταίους υπάρχουν τα άσυλα ή τα φάρμακα. Για μας το μόνο που υπάρχει είναι μια διαρκής αμηχανία, ένα διαρκές αίσθημα πως ανήκουμε και δεν ανήκουμε εδώ, πως οτιδήποτε διαταράσσει τις σκέψεις μας είναι ένας καταρχάς μπελάς. Οπότε, αυτό: σε πολύ μεγάλο βαθμό εξακολουθώ να σκέφτομαι όσα θα σκεφτόμουν κι αλλού. Ακόμα και στα αυτοκίνητα μηχανικά περιφέρομαι. Κοιτάω τους οδηγούς χωρίς στα αλήθεια να τους κοιτάω. Όπως ακριβώς κι αυτοί δηλαδή. Ταιριάζουμε σε αυτό, απλά το κάνουμε από διαφορετική οπτική ο καθένας. Αν και σίγουρα κάποιοι μεταξύ τους θα ζουν στις σκέψεις τους. Οπότε νομίζω πως αυτοί είναι πιο κοντά σε μένα από ό,τι στους άλλους οδηγούς. Το τι είσαι δεν καθορίζεται από το αν οδηγείς ένα αυτοκίνητο. Κι εγώ οδηγούσα κάποτε. Το τι είσαι δεν καθορίζεται από το αν πουλάς χαρτομάντηλα στα φανάρια. Κι εσύ μπορεί να πουλήσεις κάποτε. Ναι, προφανώς υπάρχουν οι πρακτικές δυσκολίες. Τα κρύα, οι ζέστες, οι βροχές. Η κούραση από την ορθοστασία. Αλλά όλα τα συνηθίζεις. Δεν ξέρω αν υπάρχει κάτι που δεν μπορεί να συνηθίσει κανείς. Όλα παύουν μετά από λίγο καιρό να σου κάνουν εντύπωση, όλα μετά από λίγο καιρό σου φαίνονται φυσικά. Φοράς την κάθε νέα σου κατάσταση σαν να 'ταν ρούχο παλιό. Στρατό δεν έχεις πάει; Ε, μετά από λίγες μέρες, δεν ήταν σαν όλες σου οι μέρες πάντα έτσι να ήταν; Κάτι αντίστοιχο. Στο πιο ντροπιαστικό, δεν αντιλέγω. Αλλά ας τα είχα φροντίσει καλύτερα. Όχι πως φανταζόμουν ποτέ ότι θα βρεθώ σε αυτή τη θέση. Αλλά όταν ζεις μια ζωή στο τσακ, έρχεται η στιγμή που το τσακ δεν φτάνει. Και καμιά φορά έρχεται και πολύ αργά. Η κρίση; Ναι, φυσικά. Αλλά μπορώ και τώρα να είμαι κάπου αλλού, να τρώω κάπου αλλού, να μην το έχω ανάγκη αυτό. Αλλά πες με ιδιότροπο, πες με ξεροκέφαλο, πες απλώς ότι δεν θέλω να μπω στη διαδικασία να τα ψάχνω όλα αυτά. Και σάμπως τι νομίζεις πως βγάζω; Εντάξει, είμαι παππούς, μοιάζω Έλληνας, πολλοί που δεν θα έδιναν δίνουν κάτι. Αλλά και πάλι. Θέλω να πω πως τελικά είμαι εδώ, όχι γιατί δεν έχω απολύτως καμία άλλη επιλογή, ούτε επειδή αξίζει τον κόπο και τη ντροπή. Απλά η επιλογή που με έφερε σε αυτό το φανάρι είναι η τελευταία μιας μακροχρόνιας -πολύ μακροχρόνιας όπως διαπιστώνεις βλέποντάς με- σειράς επιλογών. Αλυσσίδα. Κρίκος κρίκος ως εδώ. Και μη νομίζεις. Τα περισσότερα από όσα έκανα στη ζωή μου δεν άξιζαν τον κόπο. Πάντα ο κόπος μου αμειβόταν λιγότερο από το κανονικό. Και ποτέ δεν ένιωθα ντροπή για αυτό. Αυτή είναι η κύρια ντροπή που πρέπει να νιώθει κανείς. Η ντροπή της υπο-αμοιβής, η ντροπή του να σε εκμεταλλεύονται. Αντίθετα, εγώ ντρεπόμουν να ζητάω, με αποθάρρυνε η όλη ιδέα της διεκδίκησης. Δεν άξιζε τον κόπο να βγαίνω από τις σκέψεις μου. Επέστρεφα σε αυτές. Κι ακόμη και τώρα δεν ξέρω αν το μετανιώνω. Τουλάχιστον σκέφτηκα. Και σκέφτομαι ακόμα. Πόσα πράσινα έχουν ανάψει όση ώρα στα λέω αυτά; Πόσα αυτοκίνητα έχουν παραμείνει με το παράθυρο κλειστό; Με πόσους οδηγούς ανταλλάξαμε βλέμματα τυφλά; Ποιός είσαι εσύ που τα λέω όλα αυτά; Υπάρχεις; Θα πάρεις ένα πακέτο;

Τετάρτη, Ιανουαρίου 16, 2013

O Mεγάλος Ηλίθιος

Πριν δυο χρόνια είχα γράψει αυτό εδώ το κείμενο, το οποίο σήμερα γνώρισε μια ανέλπιστη νέα ζωή, καθώς το αντέγραψαν σχεδόν κατά λέξη εδώ (είναι ολόιδιο, με την εξαίρεση της αρχής των δύο κειμένων και μιας - δυο ακόμη λέξεων στη συνέχεια), με τη μόνη διαφορά πως τώρα είναι γραμμένο στο εντελώς αντίθετο κόντεξτ: τα εννοεί δηλαδή μέχρι κεραίας αυτά που λέει.
Σκέφτομαι πως η αντιγραφέας πέτυχε με ένα σμπάρο τρία τρυγόνια αποδεικνύοντας πως είναι ταυτόχρονα και ρατσίστρια και λογοκλόπος και ηλίθια.
Αλλά μετά δεν μπορώ να αναρωτηθώ μήπως ο Μεγάλος Ηλίθιος της υπόθεσης είμαι εγώ και η μεγάλη ηλιθιότητα η εκτεταμένη χρήση της ειρωνείας που έκανα τα προηγούμενα χρόνια, αδυνατώντας να καταλάβω ότι το ίντερνετ είναι πολύ περίεργο πράγμα, είναι μια τεράστια χοάνη που μέσα της το κόντεξτ εξαφανίζεται πανεύκολα, με ένα απλό copy paste ή share.
Από την άλλη, κείμενα σαν το κλεμμένο δεν ήταν ακριβώς ειρωνικά. Λειτουργούσαν περισσότερο σαν καθρέφτης της πιο σκοτεινής πλευράς που έχουμε, προσπαθώντας να μπουν στη θέση μεγάλης -πολύ μεγάλης- μερίδας συμπολιτών μας και να διαβάσουν τον τρόπο σκέψης τους.
Και το γεγονός πως -όπως εν τέλει αποδεικνύεται- τον διαβάζουν τόσο αυθεντικά, πιθανώς να σημαίνει κάτι πιο δυσοίωνο από την ηλιθιότητά μου, πιθανώς να σημαίνει πως για να καθρεφτίζεται ο άλλος στον δικό σου οχετό, πάει να πει πως κουβαλάς λίγο από τον οχετό μέσα σου, πάει δηλαδή να πει πως αυτό που γράφεις ως ξόρκι, είναι ένα ξόρκι σκέψεων και συναισθημάτων που είναι ίσως και δικά σου, αλλά τα απωθείς ή -πολύ πιο βολικά- τα προβάλλεις στους άλλους, στους άλλους που σπεύδουν δυο χρόνια αργότερα να τα οικειοποιηθούν.

Τρίτη, Ιανουαρίου 15, 2013

Καλασνίκοφ


Όχι μία, αλλά δύο φορές, ο Πρετεντέρης λέει στον Αλιβιζάτο, πως αν βγει η Βουλή και πει πως ο Παπακωνσταντίνου δεν μπορεί να διωχθεί λόγω παρέλευσης της προβλεπόμενης από το Σύνταγμα αποσβεστικής προθεσμίας, τότε «θα βγουν και θα τους πάρουν με τα καλάσνικωφ». Και οκ, πίστεψέ με, πρώτος εγώ αντιλαμβάνομαι ότι δεν έχει νόημα να επαναλαμβάνω συνέχεια τα ίδια με διαφορετικά λόγια. Αλλά παραείναι σουρεαλιστικό. Παραείναι. Παραείναι σουρεαλιστικό οι ίδιοι άνθρωποι που εξετάζουν πόσο κατηγορηματικά και πόσο απερίφραστα καταδικάζει ο ΣΥΡΙΖΑ την μία ή την άλλη πράξη βίας, οι ίδιοι άνθρωποι που πριν ελάχιστα λεπτά της ώρας ψάχνουν να βρουν αιτιώδη σύνδεσμο ανάμεσα στην έκφραση πολιτικής θέσης και την εντός ή εκτός εισαγωγικών τρομοκρατική ενέργεια, οι ίδιοι άνθρωποι που ψάχνουν να βρουν ποια υποσημείωση ποιάς δήλωσης δίνει άλλοθι στη βία, να βγαίνουν και να λένε σε έναν συνταγματολόγο πως αν εφαρμοστεί η κατά τη γνώμη του -που είναι και η μάλλον κρατούσα- ορθή ερμηνεία του Συντάγματος, τότε θα βγουν και θα πάρουν τους βουλευτές με τα καλάσνικωφ. Αν είχε κάνει την ίδια δήλωση βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ θα είχαν ζητήσει να βγει το κόμμα εκτός νόμου. Αλλά βρίσκουν και τα κάνουν. Και δεν εννοώ βρίσκουν και τα κάνουν επειδή δεν φοβούνται την εις βάρος τους βία. Εννοώ βρίσκουν και τα κάνουν επικοινωνιακά. Να βγάλουν να παίζουν το απόσπασμα της φράσης του πενήντα φορές την μέρα, μέχρι να απομακρυνθεί από την τηλεόραση αυτός ο σκαιός φίλος των τρομοκρατών, αυτός που χαϊδεύει ξεδιάντροπα τα παιδιά με τα καλάσνικωφ, αυτός που νομιμοποιεί με τις εκφράσεις του τη Σέχτα, την Πέχτα και την Πάχτα Επαναστατών.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 14, 2013

Ναι, να πας εσύ φυλακή,

Σάββατο, Ιανουαρίου 12, 2013

Η Αλληλουχία

Όλγα: Τώρα, Γιάννη, βέβαια, θα αναφερθώ στην ιστορία αυτή την αδιανόητη με τα γκαζάκια, έχουμε μια αλληλουχία γεγονότων όμως, δηλαδή ξεκινήσαμε από καταγγελτικές δηλώσεις κατά μέσων ενημέρωσης και δημοσιογράφων, εν συνεχεία περάσαμε σε καταλήψεις ραδιοφωνικών σταθμών και χθες βράδυ είδαμε κι αυτό, το γεγονός δηλαδή ότι τοποθετήθηκαν εμπρηστικοί μηχανισμοί στα σπίτια συναδέλφων μας.
Γιάννης: Και πέντε ταυτοχρόνως, που σημαίνει υπάρχει οργανισμός που τα έβαλε, δεν πήγε ένας περαστικός και πέταξε ένα γκαζάκι.
Όλγα:  Όχι, όχι δεν ήταν μια αυθόρμητη αντίδραση αυτή.
Γιάννης: Ακριβώς.
Όλγα: Άρα ενδεχομένως έχει σημασία το γεγονός ότι πια δεν είναι λίγοι εκείνοι που λένε ότι υπάρχει μια προσπάθεια, ένα σχέδιο τρομοκράτησης ΜΜΕ, δημοσιογράφων και μια προσπάθεια φίμωσης απόψεων οι οποίες ενδεχομένως δεν είναι αρεστές.
---
Επιτέλους αρχίζουμε να μιλάμε πιο ξεκάθαρα. Το επιχείρημα για την καταδίκη της βίας από οπουδήποτε κι αν προέρχεται υπήρξε εξαρχής ένα επιχείρημα με σαφές πολιτικό και επικοινωνιακό πρόσημο. Ξεκλειδώνοντάς το και παίρνοντας τα βήματα προς τα πίσω, βλέπουμε πια και χωρίς προσχήματα πως, όπως δεν καταδικαζόταν όλη η βία (η αστυνομική ήταν πάντα εκτός κριτικής ή και ευθέως υμνολογούνταν ως μέσο εξασφάλισης της δημοκρατικής ομαλότητας), έτσι πλέον δεν καταδικάζεται μόνον η βία. Καταδικάζεται μαζί της, ως δήθεν προπαρασκευαστικό της στάδιο, και η κριτική, καταδικάζεται ως οιονεί άνομος και οιονεί βίαιος ο λόγος που στρέφεται εναντίον των συμφερόντων τους
Το να βγαίνεις λοιπόν και να ρωτάς αν ο Μπόμπολας είναι μέσα στη λίστα Λαγκάρντ, το να βγαίνεις και να μιλάς για το νέο δάνειο που πήρε το Mega, το να βγαίνεις και να λες πως παρόλες τις κορώνες του Πρετεντέρη ο Βενιζέλος κράτησε τη λίστα Λαγκάρντ στο συρτάρι του και άρα πρέπει να ελεγχθούν οι τυχόν ευθύνες του, είναι «καταγγελτικές δηλώσεις κατά μέσων ενημέρωσης και δημοσιογράφων» που μπαίνουν στο ίδιο κάδρο με τα γκαζάκια, είναι ο πρώτος από τους τρεις κρίκους της ίδιας αλυσσίδας βίας και ανομίας.
Η sui generis δημοκρατία της Όλγας και του Γιάννη
Μega Channel ή τανκς. 

Παρασκευή, Ιανουαρίου 11, 2013

Η Κατάληψη

Eκπομπή στην τηλεόραση με καλεσμένο τον Κώστα Γαβρά και θέμα την τελευταία του ταινία με τίτλο «Κεφάλαιο». Βλέπουμε το τρέιλερ, γίνεται μια εισαγωγική συζήτηση για τo θέμα της, ο κοσμαγάπητος Γιάννης Πολίτης και η Πηνελόπη «Δεν είμαι φεμινίστρια, προς Θεού» Γαβρά λένε πως το έργο είναι η καλύτερη ανάλυση της κρίσης (για την οποία βέβαια η Πηνελόπη αργότερα θα πει πως είναι πρωτίστως κρίση αξιών και δευτερευόντως οικονομική, αλλά έτερον εκάτερον, δεν είναι απαραίτητο η μία σκέψη να επικοινωνεί με την άλλη, σημασία έχει να πέφτει πάντα όλο το απόθεμα των κλισέ στο τραπέζι), λένε πως το έργο είναι το όλα όσα θέλατε να μάθετε για την κρίση αλλά φοβόσαστε να ρωτήσετε, το μεγάλο συμπυκνωμένο της λυσάρι, ο Γαβράς λέει ότι σήμερα υπάρχει στη γη περισσότερος πλούτος από ποτέ, πως αμύθητα ποσά είναι μαζεμένα σε φορολογικούς παραδείσους και βρίσκονται στα χέρια ελαχίστων, πως τα χρήματα φεύγουν από τους φτωχούς και τη μεσαία τάξη και πάνε στους πλουσίους, γίνεται συζήτηση για την αυτονόμηση του τραπεζικού συστήματος από τους πολιτικούς
και μετά παίρνει το λόγο ο Χρήστος Χωμενίδης που σε χρόνο ντε τε έχει αλλάξει πίστα από το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό παιχνίδι κι έχει έρθει στην ελληνική ιδιαιτερότητα, εξηγώντας μας ότι αυτά που λέει ο ΣΥΡΙΖΑ (!) δεν γίνονται, καθώς εδώ στην Ελλάδα του κομπραδόρικου καπιταλισμού δεν παραγόταν ποτέ πλούτος κι άρα δεν υπάρχει πλούτος για να μοιραστεί, ότι εδώ στην Ελλάδα έχουμε το σύνδρομο του αιώνιου εφήβου και δεν αναλαμβάνουμε τις ευθύνες του εαυτού μας, ότι είμαστε του ό,τι τύχει, ότι για παράδειγμα στη φωτισμένη εσπερία ένα σενάριο για να πάρει την τελική του μορφή περνάει πρώτα επεξεργασία από εκατόν πενήντα οκτώ χέρια και διακόσια εξήντα έξι μάτια, όχι όπως εδώ που ....
μόνο που εκεί τον διακόπτει ο Γαβράς και λέει τα δικά μου σενάρια τα βλέπουν μόνο τα παιδιά μου και η γυναίκα μου, ο Χρήστος κομπλάρει λίγο, και το θεωρείτε καλό αυτό ρωτάει, ναι βεβαίως του απαντάει, το κάθε έργο είναι προσωπικό πράγμα, προσωπική δημιουργία και όχι κολάζ. Και κάπως έτσι χάνεται η ευκαιρία μιας ακόμη επίδειξης δημαρίτικου επαρχιωτισμού μεταμφιεσμένου σε κοσμοπολίτικο πνεύμα. Ένας συγγραφέας που δεν έχει ξεπεράσει τα σύνορα της χώρας του (δεν το λέω υποτιμητικά, είμαι ένας μπλόγκερ που δεν έχει ξεπεράσει καν τα σύνορα της λογοτεχνίας) ήθελε -αλλά δεν μπόρεσε- να μας κάνει μάθημα ενώπιον ενός σκηνοθέτη που τα έχει ξεπεράσει, για το πως γίνονται στα σοβαρά τα μέρη οι σοβαρές ταινίες (και κατ΄επέκταση όλες οι σοβαρές δουλειές), όχι εγωκεντρικά κι αρπακολλίστικα όπως εδώ, αλλά με το σιδερένιο χέρι της παραγωγής από πίσω να προσλαμβάνει τους καλύτερους μάστορες ώστε να προσθέσουν τις πινελιές τους, μέχρι να εντοπιστεί η κάθε τρύπα στο σενάριο, να περιλάβει η συνταγή όλα τα απαραίτητα συστατικά σε όλες τις απαραίτητες αναλογίες και να μείνουν όλα τα τάργκετ γκρουπ ικανοποιημένα.
Κι αυτό είναι δείγμα του γενικότερου επαρχιώτικου βλέμματος των εδώ φωταδιστών: αφενός μιλούν εξ ονόματος της Ευρώπης ακόμη κι όταν η ίδια η Ευρώπη το κάνει διαφορετικά και όχι όπως μας λένε εκείνοι, ή ακόμα κι όταν η Ευρώπη συζητάει θέματα που δεν τους πολυβολεύουν (για παράδειγμα πόσοι απ' αυτούς έχουν ασχοληθεί με τη σωρεία δημοσιευμάτων μεγάλων ξένων ΜΜΕ για την αστυνομική βία ή την ασυδοσία της ελληνικής ελίτ;), κι αφετέρου προσπαθούν απεγνωσμένα να μας πείσουν να μην σηκώσουμε στιγμή το βλέμμα από την sui generis ελληνική κοινωνία και να μην ασχοληθούμε με την γενική εικόνα -ακόμα κι όταν, όπως εδώ, το προς συζήτηση θέμα είναι μια ταινία που κοιτάζει τη γενική εικόνα-, αφού ως γνωστόν ο καπιταλισμός είναι αήττητος, το τέλος της Ιστορίας έχει επέλθει κι όλα τα υπόλοιπα είναι υλικό για χάχανα.
Και μετά τον λόγο παίρνει ένας 37χρονος ευρωβουλευτής της ΝΔ και μέχρι πρότινος πρόεδρος της ΟΝΝΕΔ (που παραταύτα δηλώνει μη πολιτικός και ότι ζει από τη δικηγορία, αλλά οκ, δεν θα κολλήσουμε εκεί), ο οποίος μας εξηγεί πως έχει δει έργα του Γαβρά, και το «Ζ» και το «Αμήν» έχει δει, και πως η υπερβολή στην τέχνη και στις ταινίες σας μπορεί να είναι καλή, κύριε Γαβρά, αλλά η πολιτική είναι άλλο πράγμα, στην πολιτική η υπερβολή δεν είναι καλός σύμβουλος, ποιά υπερβολή τον διακόπτει ο Γαβράς, τα έργα μου δεν τα χαρακτηρίζει η υπερβολή, στα έργα μου προσπαθώ να καταγράψω την αλήθεια, κάτι πάει να ψελλίσει ο οννεδίτης δικηγόρος ευρωβουλευτής, πως οι τράπεζες δεν είναι αυτόνομες από τους πολιτικούς και πως με την ανακεφαλαιοποίηση ας πούμε οι τραπεζίτες χάνουν, και είναι υπερβολή να λέμε ότι όλα γίνονται για τις τράπεζες,
η ουσία όμως είναι πως χρησιμοποιεί τη λέξη «υπερβολή» επειδή είναι το περιβάλλον τέτοιο και πως κανονικά η λέξη που εννοεί είναι «λαϊκισμός», πως τα νέα τα δεξιά παιδιά δεν μπορούν πια να είναι δέσμια του λαϊκισμού που μας χαντάκωσε, πως ο πολιτικός δεν μπορεί να είναι ποιητής, δεν μπορεί να είναι λαπάς,
η ουσία όμως είναι πως υπάρχει ένα ισχυρό ενδεχόμενο να μην χαρακτηρίζει το «Ζ» υπερβολικό από παλαιοδεξιά ανακλαστικά, να μην χαρακτηρίζει το «Ζ» υπερβολικό λόγω της νεκρανάστασης της ακροδεξιάς στην σαμαροδημαρική Ελλάδα του 12-13, αλλά μάλλον να το χαρακτηρίζει έτσι παρεμπιπτόντως, μην καταλαβαίνοντας τι ακριβώς είπε, να το χαρακτηρίζει έτσι λόγω μιας γενικής έλλειψης πολιτιστικών αναφορών και κριτηρίων που χαρακτηρίζει τη μεγάλη πλειοψηφία της γενιάς της ιδιωτικής τηλεόρασης, της τηλεόρασης που θα ήταν ενδιαφέρον να έψαχνε κανείς στατιστικά πόσες ταινίες του Γαβρά έπαιξε από τη γέννησή της ως σήμερα.
Δεν ξέρω πόσο κακό έκανε στη χώρα τα τελευταία 22 χρόνια η κατάληψη της Βίλας Αμαλίας, ξέρω πόσο κακό -πολιτικά και πολιτιστικά μαζί- έκανε στη χώρα τα τελευταία 23 χρόνια η κατάληψη των τηλεοπτικών συχνοτήτων από τους γνωστούς άγνωστους ολιγάρχες.

Πέμπτη, Ιανουαρίου 10, 2013

O Έρωτας ως Δαιμονισμός

Η «Άννα Καρένινα» του Τζο Ράιτ έχει μια μεγάλη αντίφαση στην καρδιά της. Ενώ διακατέχεται από την αισθητική αγωνία να μην είναι ένα ακόμη «δράμα κουστουμιών», μια ταινία εποχής σαν όλες τις άλλες, ενώ διακατέχεται από την αισθητική φιλοδοξία να μην προσεγγίσει συμβατικά το μυθιστόρημα του Τολστόι, ενώ από πλευράς κινηματογράφησης τα καταφέρνει και αυτό που παρακολουθούμε είναι κάτι πολύ ενδιαφέρον ως σινεμά, την ίδια ώρα αυτό που παρακολουθούμε ως υπόθεση και ως ουσία είναι κάτι που μοιάζει εντελώς μπανάλ, κάτι που μοιάζει με παραλλαγμένο «Άρλεκιν», ένας ακόμη απαγορευμένος από την κοινωνία και τις συμβάσεις έρωτας. Μισή ντροπή δική μου κι η άλλη μισή δική μου πάλι, αλλά δεν έχω διαβάσει ποτέ το βιβλίο. Οπότε δεν μπορώ και να εντοπίσω τι έχει το βιβλίο που δεν έχει η ταινία. Ωστόσο παρακολουθώντας την ταινία ξέρω ότι δεν υπάρχει περίπτωση να έχει αναγνωριστεί ως ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα όλων των εποχών, χωρίς να έχει μέσα του στοιχεία που απουσιάζουν πανηγυρικά από το σενάριο του Τομ Στόπαρντ. Προφανώς και εντελώς άλλο πράγμα η λογοτεχνία και εντελώς ο κινηματογράφος. Ίσως μάλιστα λογοτεχνία είναι ό,τι δεν μπορεί να γίνει σινεμά, ίσως η αξία του βιβλίου βρίσκεται σε όσα δεν μπορούν να κινηματογραφηθούν. Αλλά και πάλι, προφανώς υπάρχει κάτι που δεν σκαλίστηκε επαρκώς, ένα πνεύμα που δεν μπόρεσε να περάσει από τις σελίδες στην οθόνη.
Επίσης υπάρχει βασικό θέμα με το κάστινγκ του παθιασμένου ζευγαριού.  Στον ρόλο του Βρόνσκι ο Άαρον Τέιλορ Τζόνσον μέσα στην τόση του κατάξανθη στιλπνότητα θυμίζει έντονα τον Ιωάννη Μελισσανίδη ή το αγόρι στον «Θάνατο στη Βενετία» που μεγάλωσε. Η δε Κίρα Νάιτλι έχει αρχίσει πλέον να με ενοχλεί. Εκτός όλων των άλλων μου μοιάζει πως παίζει πάντα με τον ίδιο τρόπο. Το γεγονός λοιπόν πως το ερωτευμένο ζευγάρι έχει τέτοια σύνθεση είναι ένα ακόμη βασικό μείον. Αντίθετα, ο Τζουντ Λο ως Καρένιν, ο Μάθιου Μακ Φέιντεν ως Στίβα, και ο (γιος του Μπρένταν) Ντόμναλ Γκλίσον ως Λέβιν προσθέτουν πόντους στην ταινία.
Ακούγεται σε μια στιγμή η φράση πως «η ρομαντική αγάπη είναι η τελευταία αυταπάτη της παλιάς εποχής». Βρισκόμαστε στα τέλη του 19ου αιώνα και όλα έδειξαν πως συνέβη το ακριβώς αντίθετο, πως τον 20ο αιώνα η ρομαντική αγάπη έγινε η αυταπάτη που κατακυρίευσε τα πάντα, πως έγινε βασικό καύσιμο της μαζικής κουλτούρας μέσω των τραγουδιών, του σινεμά, των βιβλίων τσέπης ή μη, πως το ρομάντσο σε κάθε του μορφή και είδος έγινε ένα από τα πιο απόλυτα ιδανικά.
Μου έρχεται στο μυαλό μια εξαιρετική παρατήρηση που είχε κάνει ο Δημοσθένης Κούρτοβικ για τη λογοτεχνία, αλλά που ισχύει φυσικά και για το σινεμά: «Mια ιστορία ερωτικού πάθους δεν μπορούμε να τη διηγηθούμε εκ των ένδον. Η παραφορά και η έκσταση που βιώνουν οι δύο εραστές μπορεί να τους φαίνονται μοναδικές (και είναι μοναδικές γι΄ αυτούς), αλλά, όταν κωδικοποιούνται γλωσσικά, ακόμα και με τον πιο ποιητικό τρόπο, δίνουν αμέσως την εντύπωση του κοινότοπου και του κιτς: το ερωτικό πάθος καθαυτό παύει τότε να είναι μια εντελώς ξεχωριστή, ανεπανάληπτη εμπειρία και, αδυσώπητα φιλτραρισμένο από ένα κοινόχρηστο μέσο όπως η γλώσσα, αποκαλύπτεται ως κάτι που έχει επαναληφθεί και θα επαναληφθεί αμέτρητες φορές σχεδόν πανομοιότυπα στη ζωή του ανθρώπινου είδους. ... Πολύ περισσότερο δεν μπορούμε να διηγηθούμε υποκειμενικά το ερωτικό πάθος σήμερα, «στον καιρό της ειρωνείας», η οποία είναι η χολέρα της δικής μας εποχής ή, ίσως σωστότερα, ένα σύμπτωμά της. Γιατί, όπως ολόκληρος ο μεταμοντέρνος πολιτισμός μας, έτσι και οι ερωτικοί κώδικές του είναι μίμηση ή σύμφυρμα παλιότερων εκφραστικών προτύπων, παλιότερων «αφηγήσεων», ασύμμετρων με τη σημερινή πραγματικότητα· και η ειρωνεία (εδώ αυτοειρωνεία) έγκειται στο ότι η μίμηση και η σύμφυρση είναι συνειδητές, γίνονται με ένα κλείσιμο του ματιού που υποδηλώνει ότι δεν μπορούμε πια να ταυτιστούμε εντελώς με αυτά που λέμε, ούτε όμως να επινοήσουμε μια άλλη, πιο αυθεντική γλώσσα για να πούμε αυτό που μας συμβαίνει. Ο Ουμπέρτο ΄Εκο παρατηρεί κάπου ότι, καθώς το «σ΄ αγαπώ» έχει γίνει σήμερα μια δήλωση νοθευμένη και ευτελισμένη από την ψεύτικη, γλυκερή περιπάθεια των χιλιάδων αισθηματολογικών μυθιστορημάτων και τηλεοπτικών σίριαλ, ένας ερωτευμένος θα μπορούσε να δραπετεύσει από αυτό το δίλημμα λέγοντας στην αγαπημένη του κάτι σαν «όπως θα έλεγε ο Λάλλα [ένας δημοφιλής Ιταλός συγγραφέας τέτοιων μυθιστορημάτων], σ΄ αγαπώ».
Νομίζω πως ο Ράιτ αντιλαμβάνεται μεν την παγίδα, αλλά δεν την αποφεύγει εντελώς. Πως προσπαθεί μεν να μας κλείσει το μάτι με τη συνολική του προσέγγιση πάνω στην ταινία, με τα μεταμοντέρνα παιχνίδια που κάνει στην αφήγηση, αλλά πως ειδικά στο θέμα του έρωτα δεν τολμά -ή και δεν έχει και την ελευθερία, δεδομένων των περιορισμών που επιβάλλουν τα στούντιο- να το κλείσει ακόμη πιο τολμηρά. Το έργο ξεκινά εξαιρετικά ευφρόσυνα και γεμάτο υποσχέσεις, αλλά στην πορεία η ευφορία αρχίζει να μειώνεται και ο προβληματισμός να αυξάνεται. Ωστόσο δεν παύει να είναι μια ταινία που τον κινηματογραφόφιλο τουλάχιστον δεν μπορεί να τον αφήσει αδιάφορο.
Πώς μπορεί λοιπόν να πει κανείς κάτι διαφορετικό σήμερα για τον έρωτα; Όχι προσεγγίζοντας τον ευθέως, όχι δείχνοντάς μας ευθέως ένα ακόμα ερωτικό πάθος, αλλά παίρνοντας έναν άλλο δρόμο. Στο «Πίσω από τους Λόφους» του Κριστιάν Μουντζίου (σκηνοθέτη του «4 μήνες, 3 βδομάδες, 2 μέρες») η εικοσιπεντάχρονη Αλίνα γυρνά από τη Γερμανία, όπου δούλευε τα τελευταία χρόνια, στον τόπο της, την Ρουμανία. Την υποδέχεται η αγαπημένη της φίλη η Βοϊτσίτα. Έχουν μεγαλώσει μαζί στο ορφανοτροφείο. Τώρα η Βοϊτσίτα είναι καλόγρια στο μοναστήρι, στον λόφο πάνω από την επαρχιακή πόλη που βρίσκεται και το ορφανοτροφείο τους. Στο μοναστήρι ζουν λίγες νέες καλόγριες, μια μεγαλύτερη την οποία αποκαλούν «μαμά», κι ο παπάς τον οποίο οι καλόγριες αποκαλούν «μπαμπά» και μπροστά σε τρίτους «πατέρα». Η Αλίνα την ρωτάει πόσων ετών είναι ο πατέρας κι η Βοϊτσίτα απαντά 30. Τριάντα δεν μοιάζει να είναι, πάντως δεν είναι μεγάλος. Μολονότι το είδος της σχέσης που οι δυο κοπέλες είχαν στο ορφανοτροφείο και το είδος της αγάπης που νιώθει η Αλίνα δεν δηλώνεται ποτέ με λέξεις, δεν υπάρχει και καμία αμφιβολία πως η Αλίνα είναι ερωτευμένη με την Βοϊτσίτα. Εντελώς ερωτευμένη. Αλλά η Βοϊτσίτα έχει αφήσει να μπει άλλος στην ψυχή της: ο Θεός. «Δεν μ' αγαπάς πια;» «Σ΄αγαπάω, αλλά όχι όπως πριν». Δυο γυναίκες κι ο Θεός: ένα περίεργο ερωτικό τρίγωνο. Η Αλίνα είναι σαφές τι είναι αυτό που νιώθει για την Βοϊτσίτα, θέλει να την πάρει από το μοναστήρι και να πάνε να ζήσουν μαζί, το πιο ενδιαφέρον είναι λοιπόν αυτό που νιώθει η Βοϊτσίτα για την Αλίνα: προσπαθεί να συμβιβάσει μέσα της και τις δύο αγάπες, θέλει να χωρέσει στην καρδιά της και τον Θεό και την Αλίνα. Αλλά την Αλίνα διαφορετικά από πριν. Την κύρια θέση την έχει ο Θεός.
Στο «Περί Έρωτος και Άλλων Δαιμονίων» του Μάρκες, στον 18ο αιώνα ένας ιερέας που προσπαθεί να εξορκίσει τα δαιμόνια από μια κοπέλα, αυτομαστιγώνεται. Ένας άλλος ιερέας τον βλέπει. Τον ρωτάει τι έπαθε: «Το δαιμόνιο, πάτερ, το πιο τρομερό απ' όλα». Έχει ερωτευθεί την κοπέλα. Στο «Πίσω από τους Λόφους» ο έρωτας παίρνει ξανά την μορφή του δαιμονισμού.
Το ότι η έμπνευση του Μουντζίου προήλθε από αληθινό γεγονός (δεν θα αποκαλύψω εδώ ποιό είναι) και ότι ξεκινώντας από αυτό έφτιαξε την ταινία που έφτιαξε, απλά μεγαλώνει τον σεβασμό και τον θαυμασμό. Σκηνοθετεί μη σκανδαλωδώς ένα θέμα που σκανδαλίζει, μη σοκαριστικά ένα θέμα που σοκάρει, σκηνοθετεί μη καταγγελτικά ένα θέμα που προσφέρεται για καταγγελία, σκηνοθετεί όχι προσφέροντάς μας καλούς και κακούς, όχι προσφέροντάς μας σκοτάδι εναντίον φωτός, αλλά, σαν να πρόκειται για αρχαία τραγωδία ένα έργο, όπου η κάθε πλευρά έχει το δικό της δίκιο και το δικό της νόμο.
Ο Μουντζίου στήνει την κάμερά του και αφήνει τις σκηνές να διαδραματίζονται, τους ηθοποιούς να παίζουν στο βάθος, σαν να κινηματογραφεί την πραγματικότητα, μια πραγματικότητα όμως προφανώς εξαιρετικά δουλευμένη και προβαρισμένη πριν το γύρισμα ώστε να πετυχαίνει να φτιάχνει τα κάδρα που φτιάχνει. Στο φόντο των κάδρων πάντα κάτι συμβαίνει. Κι επίσης συμβαίνει συχνά και κάτι στο φόντο της ιστορίας που βλέπουμε. Στο αστυνομικό τμήμα όπου η Βοϊτσίτα πάει να βγάλει διαβατήριο, οι αστυνομικοί κουτσομπολεύουν συναδέλφους τους - μια γιατρός φορτίζει το κινητό της και παίρνει την πιο ακατάλληλη και περίεργη ώρα τηλέφωνο μια φίλη της να κανονίσουν κάτι για αργότερα - δυο συνάδελφοι που οδηγούν ένα αυτοκίνητο συζητούν για τον χειμώνα που κρατά φέτος πολύ: ο Μουντζίου μας λέει πως, εκτός από την ιστορία που διηγείται και παρακολουθούμε, η ζωή συνεχίζει να εξελίσσεται ταυτόχρονα, πως τίποτα το τόσο δραματικό για τη ζωή των συγκεκριμένων ηρώων δεν είναι και τόσο δραματικό για τον υπόλοιπο κόσμο, πως το μονοπώλιο της μίας ιστορίας είναι μια ακόμη μυθοπλαστική σύμβαση, την οποία καλό είναι να αποδομούμε.
Αν η Άννα Καρένινα είναι μια ταινία που παρόλη την βασική της αντίφαση αξίζει να δει κανείς, το «Πίσω Από τους Λόφους» όχι μόνο από αντιφάσεις δεν πάσχει, αλλά είναι μια πάρα πολύ σημαντική ταινία, με αρετές τόσο φανερές όσο και κρυμμένες, μια ταινία που όσο τη σκέφτεσαι τόσο περισσότερο την αγαπάς.
 (Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Τρίτη, Ιανουαρίου 08, 2013

Το θέμα είναι τώρα τι λες

To θέμα είναι πως πάντα κάτι θα έχεις να πεις.
Το θέμα είναι πως αναρωτιούνται για το τι θα πουν
μόνο όσοι έφεραν τη ζωή τους ως εδώ
συμψηφίζοντας μικροζημιές και μικροκέρδη. 
 Το θέμα είναι πως για να γίνεις διαχειριστής
των μεγάλων ζημιών των άλλων
-των πολλών που τυπικά εκπροσωπείς-
 και των μεγάλων κερδών κάποιων εντελώς λιγότερων άλλων
πρέπει να μην έχεις μέσα σου ενεργή αυτή την απορία.
Δεν θα απορήσεις λοιπόν για το τι λες τώρα.
Θα βρεις πάντα κάτι να λες.
Και θα σε πνίγει το δίκιο. Ή έστω μια κόπια του.
Αυθεντική ή πειραγμένη, πάντως 
κόπια.

Κυριακή, Ιανουαρίου 06, 2013

Έκανε

Έκανε κρύο, έκανε φτώχεια, έκανε φόβο, έκανε βία, έκανε προπηλακισμούς, έκανε χειραγώγηση, έκανε ξεδιαντροπιά, έκανε καταναγκαστική εργασία, έκανε καταναγκαστική ανεργία, έκανε ομολογιακά δάνεια, έκανε τη γενιά των 98 εκατομμυρίων ευρώ, έκανε Πρωτόπαπα, έκανε τέλματα κι αδιέξοδες λούπες, έκανε αντοχή, έκανε απώθηση, έκανε σύννεφα τώρα στον ουρανό, έκανε λες κι ο ήλιος θα σε έκανε να γράψεις αλλιώς, έκανε Κυριακή.
Έκανε μεγαλώνουμε, έκανε αλλάζουμε, έκανε δεν αλλάζουμε, έκανε γατόπαρδους, έκανε παρά φύση κερδισμένα στοιχήματα σωρό, έκανε την βαθιά αναληθοφάνεια της κάθε αληθινής ζωής, έκανε την ανυποχώρητη υπόνοια πως ένας μέρος όσων διαδραματίζονται διαδραματίζεται μόνο στο μυαλό σου.
Έκανε «ε και;», έκανε «και ποιός ο λόγος;», έκανε την μη ανεύρεση του λόγου, έκανε την υλική πολυτέλεια του να αναρωτιέσαι για τον λόγο, έκανε την ύπαρξή της απαραίτητη προϋπόθεση που κλείδωνε διαχρονικά με το ψυχικό υπόβαθρο.
Έκανε τη Μιμή Ντενίση μέσα στην μαύρη γούνα της, έκανε τον Βρόνσκι της Στυλίδας, έκανε το τρένο να φεύγει στις οκτώ, έκανε το ούζο στον Λευτέρη, έκανε το γέλιο του Λευτέρη, έκανε τη νύχτα που πάντα έρχεται σ΄άλλα μέρη, αλλά την αγαπάς τη νύχτα, ζεις στη νύχτα, είναι ήσυχα κι έχει ασφάλεια στη νύχτα.
Έκανε νέες μεγάλες πόρτες θα διαβείς, έκανε αυτό που θα έκανε την συντριπτική πλειοψηφία των άλλων ανθρώπων να χαίρονται και μόνο εσένα να μην ξέρεις τι σημαίνει και μόνο, έκανε τον Σταμάτη Μαλέλη να κερδίζει την κατάθλιψη και να το κάνει βιβλίο, έκανε εμένα να χάνω από την κατάθλιψη και να το κάνω ποστάκια.

Πέμπτη, Ιανουαρίου 03, 2013

Πριν και πέρα από τις λίστες Λαγκάρντ


Δεν πληρώνω - δεν πληρώνω, επειδή το σύστημα, το φορολογικό και το ευρύτερο, είναι δομημένο έτσι, ώστε να καρπούμαι και να μην πληρώνω αυτό που μου αντιστοιχεί. Να μην πληρώνω αυτό που μου αντιστοιχεί, άλλοτε παρανόμως, άλλοτε νομίμως, άλλοτε στις γκρίζες ζώνες μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας, με την επισήμανση πως μερικοί νόμοι και μερικά φορολογικά παράθυρα είναι πιο χυδαία και πιο άδικα από την μεγαλύτερη γκάμα των παρανομιών. Κι επειδή η χυδαιότητα και η αδικία πάρα πολύ δύσκολα μπορεί να χωνευθούν, έρχονται να αναλάβουν δράση αφενός η προπαγάνδα των μέσων μαζικής ενημέρωσης που τους ανήκουν και του πολιτικού προσωπικού που προωθούν, η οποία κάνει το παν για να πάρει τα φώτα από πάνω τους και να τα στρέψει ενοχοποιητικά στην μέση και στη βάση της πυραμίδας, κι αφετέρου μια ιδεολογία σύμφωνα με την οποία ο μόνος τρόπος για να παράξουν πλούτο οι κοινωνίες είναι αν αφεθεί η ελίτ του κεφαλαίου να κάνει αυτό που την εξυπηρετεί καλύτερα σε παγκόσμιο επίπεδο, άρα ο μόνος τρόπος για να εξυπηρετηθεί στη κοινωνία της δικής σου χώρας καλύτερα είναι αν αναδειχθείς παγκόσμιος πρωταθλητής της παραχώρησης όσων ολοένα και πιο αδηφάγα ζητά να πάρει από τους εργαζομένους, από τους φορολογούμενους, από το περιβάλλον και λοιπά και λοιπά.
Ίσως έχει έρθει επιτέλους ο καιρός να αρχίσουμε να βλέπουμε το όλο πράγμα αλλιώς (εναλλακτικά μπορούμε να τα βάλουμε με τους μετανάστες, εξυπηρετεί προφανώς πολύ περισσότερο).

Τετάρτη, Ιανουαρίου 02, 2013

Το ακουστικό

Μερικά βράδια ξυπνάει κλαίγοντας. Πονάει στα πόδια. Είναι, λέει, επειδή ψηλώνει. Ένα ανθρώπινο σώμα που μεταμορφώνεται τα βράδια, ένα κορμί που τραβιέται σε μάκρος, ένα παιδί που μεγαλώνει, μια ιερή υλική μεταβολή, μια νυχτερινή προσθήκη σάρκας απ΄ το θαύμα του πουθενά. Από τη σύλληψη ως το θάνατο, αλλά και μετά από αυτόν, το ανθρώπινο σώμα βρίσκεται σε διαρκή αλλαγή. Ο Γκρέγκορ Σάμσα ακόμα κι αν δεν μεταμορφωνόταν σε απαίσιο ζωύφιο θα εξακολουθούσε να κατοικεί σε ένα υπό διαρκή μεταμόρφωση σκεύος.
Μερικά βράδια ξυπνάει κλαίγοντας. Κλαίει, άρα, επειδή αλλάζει. Πονάει, άρα, επειδή μεταμορφώνεται.
Τι συμβαίνει τότε όταν δεν μπορείς να κλάψεις; Μήπως δεν κλαις επειδή δεν μπορείς πια να αλλάξεις; Μήπως το κενό στη θέση του πόνου σημαίνει την αδυναμία της περαιτέρω μεταμόρφωσής σου;
«Σου». Ποιός είσαι εσύ που αναρωτιέται; Κάποιος που απλά φιλοξενείται σε ένα σώμα που αλλάζει; Ή, αντίθετα, η μαριονέτα του εγγαστρίμυθου σώματος που αλλάζει;
Περπατάς στο δρόμο και βλέπεις κάποιον που μονολογεί. Αγωνιάς μέχρι να φτάσεις δίπλα του και να δεις ότι υπάρχει κάτι μέσα στο αυτί του που τον νομιμοποιεί να μιλάει έτσι, ότι δεν μονολογεί αλλά συζητάει, πως η φωνή που ακούει έρχεται από αυτό που έχει στο αυτί του κι όχι από αυτό που έχει στο μυαλό του.
Μπαίνεις σε ένα μπλογκ και διαβάζεις κάποιον που μονολογεί. Όσο κι αν τον πλησιάσεις δεν μπορείς να δεις αν υπάρχει ακουστικό που καταλήγει σε κάποιο καλώδιο ή αν τα καλώδια του εγκεφάλου του δεν κάνουν πια καλή σύνδεση.
Αυτός που γράφει αναγκαστικά μονολογεί. Αν συζητά μαζί σου ή αν παραληρεί εξαρτάται τελικά από τον αναγνώστη και μόνο. Αυτός που γράφει είναι ένας που κατά πενήντα τοις εκατό μπορεί να τα έχει χαμένα και κατά πενήντα τοις εκατό μπορεί να έχει ανοίξει διάλογο μαζί σου. Κι εσύ απλά να μην το ξέρεις παρά μόνο τη στιγμή αυτή που τον διαβάζεις.
Η γραφή είναι το ρίσκο ενός διαλόγου που ξεκινά αυθαιρέτως και μονομερώς. Το ρίσκο του παραληρήματος. Το ρίσκο της είσπραξης σε ανταπόδοση χολής. Το ρίσκο του να σε μισούν επειδή γράφεις. Το ακόμη πιο επικίνδυνο ρίσκο του να σε αγαπούν επειδή γράφεις.
Κουρεύεσαι, έχεις βγάλει τα γυαλιά σου και καθώς κοιτάζεις τον καθρέφτη, δεν μπορείς λόγω της μυωπίας, του αστιγματισμού κι ό,τι άλλου έχεις, να διακρίνεις τις κόρες των ματιών σου. Για την ακρίβεια αυτό που βλέπεις είναι το πρόσωπό σου που στη θέση των ματιών έχει κάτι σκούρες σπηλιές. Νιώθεις προς στιγμήν κάτι ανάμεσα σε Οιδίποδα και τυφλό προφήτη. Πρέπει να υπάρχει κάποιος ειδικός όρος για το φαινόμενο να μην μπορείς να δεις τα μάτια σου επειδή τα μάτια σου δεν βλέπουν καλά, για το φαινόμενο δηλαδή που η εξασθενημένη δύναμη των ματιών σου διαστρεβλώνει το δικό τους είδωλο, μεταμορφώνοντάς το σε κάτι ντεμέκ απόκοσμο.
Αν υπάρχει και σε αυτήν την εικόνα μια παραβολή για τη γραφή, δεν έχω κάποια εύκαιρη. Ίσως αυτή της ψευδής αυτοεικόνας εκείνου που γράφει, όπως προκύπτει από το είδωλο που βλέπει στον καθρέφτη των γραπτών του, λόγω της παραμορφωτικά υποκειμενικής ματιάς του; Ποιός ξέρει. Αν έχει φτάσει ως εδώ θα έχεις καταλάβει κι ότι δεν έχει σημασία, ότι δεν είναι στα αλήθεια ημιτελές τηλεφώνημα αυτό το ποστ. Άρα;  
Άρα, όσο κι αν ο Καμίνης προσπάθησε να τον αψηφίσει πάνω στη δική του αλλαγή, δεν μπορείς στα αλήθεια να αψηφίσεις τον χρόνο. Όπως κι αν τον μετρήσεις, αυτός θα κυλά με το δικό του ρυθμό και καθώς κυλά θα αλλάζει τόσο το έξω μας όσο και το μέσα μας. Οπότε, αν δεν νιώθεις πόνο, δεν είναι επειδή ό,τι είχες να αλλάξεις το άλλαξες. Είναι επειδή στην τρέχουσά σου μεταμόρφωση είσαι αυτός που τον χτίζει μέσα σε τοίχους αφασίας.