Τρίτη, Οκτωβρίου 31, 2006

Επίμετρον.

Πάντως, αγαπητέ Αντώνη Τσιπρόπουλε, αφού παρουσιάζεσαι τόσο προσεκτικός στα στοιχεία της υπόθεσης που επιλέγεις να δημοσιοποιήσεις (και υπό μία έννοια καλά κάνεις), νομίζω ότι θα έπρεπε να ήσουν εξίσου προσεκτικός στο αρχικό κείμενο με το οποίο δημοσιοποίησες την υπόθεση, ενημερώνοντας για το χρόνο που έλαβε χώρα η σύλληψη και η κράτησή σου.
Όχι ότι αλλάζει κάτι επί της ουσίας. Kατά τη γνώμη μου το θέμα εξακολουθεί να έχει τις διαστάσεις που του δόθηκαν αρχικά.

Ανοίγουμε τον Φάκελλο

Οι τρεις λέξεις που μπορούν να με φέρουν πιο γρήγορα απ' όλες τις άλλες σε στάδιο μιας ανάσας απ' τον εμετό είναι «βία στα γήπεδα». Και τώρα που τις γράφω ανατριχιάζω σύγκορμος. Την αναγούλα και την ανατριχίλα δεν μου την προκαλεί αυτή καθαυτή η βία στα γήπεδα, αλλά οι αναμνήσεις μιας εικοσιπενταετίας εκπομπών επί εκπομπών, συζητήσεων επί συζητήσεων, αφιερωμάτων επί αφιερωμάτων (σχεδόν πάντα με τίτλους όπως «Φάκελλος Βία στα Γήπεδα» ή «Φαινόμενο Βία στα Γήπεδα» σε παχιά μαύρη γραμματοσειρά από την οποία στάζουν κόκκινες σταγόνες αίματος), αναλύσεων επί αναλύσεων, εξαγγελιών επί εξαγγελιών, ειδικών επιτροπών αντιμετώπισης επί ειδικών επιτροπών αντιμετώπισης, νομοσχεδίων επί νομοσχεδίων, νέων νόμων επί νέων νόμων. Υφυπουργοί, Γενικοί Γραμματείς Αθλητισμού, Αστυνομικοί Διευθυντές, ΕΠΑΕ, ΕΠΟ, Πρόεδροι ΠΑΕ, Σύνδεσμοι Διαιτητών, Σύνδεσμοι Φιλάθλων, Κοινωνιολόγοι, Ψυχολόγοι, πρώην χουλιγκάνια στα 40 τους να μιλάνε με πλάτη στην κάμερα, ΠΣΑΠ, ΠΣΑΤ, ΠΑΦ, ΠΟΥΦ, Κώστας Δεληγιάννης και Στράτος Σεφτελής.
Το «Βία στα Γήπεδα» είναι κάτι σαν εγχώριο Κυπριακό, με την πολλή βασική διαφορά όμως, ότι το Κυπριακό είναι όντως ένα πρόβλημα που η επίλυσή του είναι δύσκολη και απαιτεί θυσίες. Το «Βία στα Γήπεδα» είναι το χαϊδεμένο παιδί της ελληνικής κοινωνίας, το παιδί που όλο το μαλώνουμε αλλά πάντα το συγχωρούμε, πάντα του δίνουμε κάθε περιθώριο για την επόμενη σκανταλίτσα του, γιατί κατά βάθος όλοι το αγαπάμε και όλοι το μισοκαμαρώνουμε.
Και τώρα αν τυχόν κάνεις σχόλιο για να συνεισφέρεις κι εσύ τη δική σου γνώμη για τα αίτια του φαινομένου, για την ευθύνη των παραγόντων και του οπαδικού Τύπου, για την αδράνεια της αστυνομίας και την έλλειψη πολιτικής βούλησης, νομίζω ότι επιτέλους θα αρχίσουν τα πράγματα να μπαίνουν στο σωστό τους δρόμο, νομίζω δηλαδή ότι ήρθε η ώρα να ανοίξει από αυτό εδώ το ιστολόγιο ο
ΦΑΚΕΛΛΟΣ ΒΙΑ ΣΤΑ ΓΗΠΕΔΑ
' ' '
' '
'

Δευτέρα, Οκτωβρίου 30, 2006

Σιάμαλαν ο Απατεών

«There is no originality left in the world»
(ατάκα από το «Lady in the Water», την «αρλούμπα» του Μ. Νάιτ Σιάμαλαν).
Σημείωση πρώτη: την ατάκα την εκστομίζει στη ταινία κάποιος που υποδύεται τον κριτικό κινηματογράφου και αναφέρεται ακριβώς στην -κατά τη γνώμη του- έλλειψη πρωτοτυπίας που χαρακτηρίζει το σύγχρονο σινεμά.
Σημείωση δεύτερη: αρλούμπα αποκαλείται στα «ΝΕΑ» η ταινία του Σιάμαλαν από τον κριτικό κινηματογράφου Δημήτρη Δανίκα.
Σημείωση τρίτη, τελευταία και προειδοποιητική: το ποστ που ακολουθεί είναι γεμάτο spoilers, αποκαλύπτει δηλαδή το τέλος διαφόρων ταινιών.
Με την «Έκτη Αίσθηση» ο Σιάμαλαν σε ηλικία 29 ετών εκπλήσσει κοινό και κριτικούς. Τη στιγμή που ο μικρός Χάλευ Τζόελ Όσμεντ ψιθυρίζει «Ι see dead people» στο αυτί του Μπρους Ουίλις το αίμα παγώνει και οι ταινίες φαντασμάτων έχουν βρει το αριστούργημά τους. Τι συμβαίνει όμως στις επόμενες τέσσερεις ταινίες του και αναγκάζει τον Δανίκα να αποφανθεί ότι «η κατηφόρα του Σιάμαλαν δεν σταματάει πουθενά»;
Εκείνο που συμβαίνει είναι ότι απατεώνα άλλον σαν τον Σιάμαλαν ίσως δεν γνώρισε ποτέ ο παγκόσμιος κινηματογράφος. Ο Σιάμαλαν γυρνάει, την μία μετά την άλλη, ταινίες μεγάλου μπάτζετ στα μεγαλύτερα στούντιο, πουλώντας τες και προμοτάροντάς τες ως ταινίες τρόμου, δημιουργώντας σκηνές ικανές να φτιάξουν ένα εξαιρετικά τρομακτικό τρέιλερ και μετά, μέσα στο πλαίσιο αυτό, μέσα στο όχημα του σινεμά του μεταφυσικού, γράφει και σκηνοθετεί τις ιστορίες που έχει στο μυαλό του, ιστορίες που δεν έχουν απαραίτητα σχέση με θρίλερ. Ο Σιάμαλαν πουλάει θρίλερ και γυρνάει τις απόλυτα δικές του ταινίες, ταινίες που όσο τις παρακολουθείς τις βλέπεις να βγάζουν μία - μία τις φορεσιές του τρόμου με τις οποίες είχαν μεταμφιεστεί και να σου φανερώνουν την καλά κρυμμένη αλήθεια τους, την αρχική ιδέα που ώθησε το δημιουργό τους να τους δώσει ζωή.
Έγραφα με αφορμή έναν ποδοσφαιριστή πως το ταλέντο είναι σαν την ντρίπλα: σε κάνει να ξεφεύγεις από την εκάστοτε σύμβαση του χώρου σου παίρνοντας μια ολότελα απροσδόκητη κατεύθυνση, κατεύθυνση που εμφανίζεται μπροστά στα μάτια σου την κατάλληλη ώρα, κι εσύ την ακολουθείς ωσάν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο, επειδή όντως έρχεται σε σένα εντελώς φυσικά, καθώς πρόκειται για αναπόσπαστο τμήμα της φύσης σου.
Το ταλέντο είναι μια ντρίπλα, είναι μια απάτη και ο Σιάμαλαν ντριπλάρει τους κολοσσούς που χρηματοδοτούν τη λόξα του, ντριπλάρει το κοινό, ντριπλάρει τους κριτικούς κινηματογράφου, ντριπλάρει τους πάντες και τα πάντα, ντριπλάρει τις συμβάσεις του χώρου του, παίζοντας με τα πιο πανάκριβα παιχνίδια και υπακούοντας μόνο στην εσωτερική φωνή του, μόνο στην ηδονή της έμπνευσής του.
Η αμέσως επόμενη της «Έκτης Αίσθησης» ταινία του, το «Unbreakable», είναι η ταινία του που προτιμώ λιγότερο, γι' αυτό την προσπερνάω για να έρθω στο «Signs» : τεράστια περίεργα σχήματα εμφανίζονται στις καλλιέργειες όλου του πλανήτη. Έρχονται οι εξωγήινοι. Σε ένα χωράφι στην μέση του αμερικάνικου πουθενά, ο Μελ Γκίμπσον, τα δυο του παιδιά κι ο αδελφός του, Γιόακιν Φίνιξ, καλούνται να αντιμετωπίσουν τον εισβολέα από το διάστημα. Μόνο που οι εξωγήινοι δεν είναι παρά ένα «Μακ Γκάφιν».
Τα Μακ Γκάφιν είναι επινόηση του Χίτσκοκ. Το Μακ Γκάφιν είναι ένα πρόσχημα για να κινηθεί η πλοκή της ταινίας. Ένα πραγματικό Μακ Γκάφιν θα σε πάει εκεί που έχεις ανάγκη να πας, αλλά ποτέ δεν θα μπορέσει να επισκιάσει αυτό που κρύβεται στο βάθος. Ένα πραγματικό Μακ Γκάφιν είναι κάτι γύρω από το οποίο περιστρέφεται όλη η πλοκή, αλλά που από μόνο του δεν έχει καμία αξία. Ένα Μακ Γκάφιν δεν έχει αυτοτελή αξία, δεν έχει αξία ως βαλίτσα ουρανίου ή ως κρατικό μυστικό. Την ίδια ακριβώς ταινία θα έχουμε (π.χ. το «North by Northwest»), είτε βαλίτσα με ουράνιο κυνηγά ο Κάρυ Γκράντ είτε έναν μεταπωλητή κρατικών μυστικών. Ο Χίτσκοκ έχει την ανάγκη και την επιθυμία να μας δείξει μια ταινία με σασπένς, μια ταινία που ο ήρωας θα κινδυνεύει, μια ταινία που ο ήρωας κάτι θα κυνηγά. Κάτι. Το τί δεν έχει καμία σημασία.
Οι εξωγήινοι στο «Signs» είναι Μακ Γκάφιν γιατί, όπως διαπιστώνουμε, όλη η ταινία φτιάχτηκε για να μιλήσει για έναν άνθρωπο που ήταν ιερέας και έχασε την πίστη του όταν η γυναίκα του σκοτώθηκε σε ένα ηλίθιο τροχαίο και ξεψύχησε λέγοντάς του ακατανόητα λόγια, ανόητα λόγια, λόγια δίχως νόημα. Ο Γκίμπσον παύει να πιστεύει στο Θείο σχέδιο, παύει να πιστεύει στο νόημα του κόσμου. Μόνο στο τέλος κι αφού οι εξωγήινοι - Μακ Γκάφιν έχουν κινήσει την πλοκή, μόνο στην τελευταία σκηνή όταν ένας εξωγήινος κρατάει στα χέρια του τον γιο του Γκίμπσον, τα ακατανόητα λόγια της γυναίκας του βγάζουν αίφνης νόημα και τον οδηγούν στο τρόπο που θα σώσει τον γιο του: ο ιερέας ξαναβρίσκει την πίστη του και αν δεν υπάρχει Θείο σχέδιο στη ζωή, υπάρχει σίγουρα σκηνοθετικό και συγγραφικό σχέδιο στη ταινία, αφού ένα σωρό σημεία βρίσκουν τελικά την εξήγησή τους και την ερμηνεία τους. Κι αν δεν υπάρχει δημιουργός του κόσμου, υπάρχουν ακόμη μερικοί δημιουργοί στο σινεμά.
Στο «Σκοτεινό Χωριό», μια αποκομμένη ομάδα ανθρώπων, ζει μια ήσυχη αγροτική ζωή, κάπου στα τέλη του 19ου αιώνα. Ήσυχη μεν - μέσα στον φόβο δε. Δεν έχουν επαφή με κανέναν άλλο έξω από το χωριό τους, έξω από το χωριό τους είναι τα δάση και «Εκείνοι Για Τους Οποίους Δεν Μιλάμε», πλάσματα τρομερά που τους εμποδίζουν να φύγουν από τα όρια τους και τους πανικοβάλλουν συχνά πυκνά με απόκοσμους ήχους και νυχτερινές επισκέψεις στο χωριό. Μετά την μέση της ταινίας, όταν ένα ειδύλλιο έχει ξεδιπλωθεί κι ο ήρωας τραυματίζεται σοβαρά, η τυφλή αγαπημένη του αποφασίζει να αψηφήσει τους φόβους της και να δοκιμάσει να διασχίσει τα δάση ψάχνοντας σε άλλα μέρη για φάρμακα που θα τον θεραπεύσουν. Τότε ο πατέρας της και αρχηγός της κοινότητας του χωριού, τής ζητά να τον ακολουθήσει σε μια παράγκα. «Βάλε τα δυνατά σου για να μην ουρλιάξεις» της λέει «και πιάσε». Η τυφλή απλώνει τα χέρια της και καταλαβαίνει ότι πιάνει τα κοφτερά νύχια και δόντια «Eκείνων Για Τους Οποίους Δεν Μιλάμε». Ουρλιάζει.
«Do not be frightened. It is only farce» της εξηγεί.
Μην φοβάσαι. Όλο αυτό ήταν μια φάρσα. Ο πατέρας της μαζί με μια ομάδα τσακισμένων από τη βία της δεκαετίας του 1970 ανθρώπων, με μια ομάδα ανθρώπων που έχασαν συγγενείς τους από βίαια εγκλήματα, εγκαταλείπουν την εποχή τους και εγκαθίστανται σε ένα ερημικό μέρος, σε αναζήτηση ενός άλλου τρόπου ζωής μακριά από τις μεγαλουπόλεις. Γεννούν παιδιά στα οποία αποκρύπτουν την αλήθεια, τους λένε ότι ζουν έναν αιώνα πίσω και για να μην μπουν ποτέ στον πειρασμό να φύγουν, τα μανιπουλάρουν τρομοκρατώντας τα με ηχητικά εφέ και στολές τεράτων.
Όπως τρομοκρατούσαν και τους θεατές μέχρι εκείνο το σημείο του έργου. Μην φοβάσαι όμως κόρη μου, αυτό που πιάνεις δεν είναι παρά η στολή ενός τέρατος, μην φοβάσαι, όλο αυτό που βίωνες στη ζωή σου ήταν μια φάρσα, ήταν μια ταινία τρόμου που είχαμε σκηνοθετήσει για το καλό σας. Ο Σιάμαλαν αποδομεί τις ταινίες τρόμου μέσα σε μία ταινία τρόμου, μας δείχνει τα υλικά από τα οποία φτιάχνει τα «μπου» του, τα υλικά με τα οποία μας τρόμαξε και μας λέει να ηρεμήσουμε. Και μετά επειδή είναι πολύ μεγάλος, μας ξανατρομάζει μια τελευταία φορά με τα ίδια ακριβώς υλικά. Κι όλα αυτά χωρίς να μπει κανείς στον πειρασμό να μιλήσει για αλληγορία του πώς μπορεί να χειραγωγηθεί μια κοινωνία μέσω του σκηνοθετημένου φόβου.
Και φτάνουμε στην αρλούμπα του «Lady in the Water». O Σιάμαλαν ως κατεξοχήν σκηνοθέτης ταινιών - παζλ που χρειάζονται παρακολούθηση για δεύτερη φορά, ώστε να επιβεβαιώσουμε την μαεστρία με την οποία τοποθετούσε σε όλη τη διάρκεια του έργου τα κομμάτια του παζλ, μέχρι την τελική αποκάλυψη που μας δείχνει την συνολική εικόνα που σχηματιζόταν μπροστά στα μάτια μας κι όμως απαρατήρητη από αυτά, αποφασίζει να παίξει και με αυτό ακόμη το σήμα του κατατεθέν, αποφασίζει να ντριπλάρει ακόμη και τη δική του σύμβαση. Ξέρει ότι πολλοί θεατές του θα είναι πια πιο υποψιασμένοι, ξέρει ότι θα παρακολουθούν από την πρώτη φορά με ανοιχτά τα μάτια για να ανακαλύψουν εγκαίρως την κρυφή σημασία κάθε χαρακτήρα. Βάζει λοιπόν έναν κριτικό κινηματογράφου μέσα στο έργο, έναν σνομπ κριτικό κινηματογράφου να κάτσει να του ερμηνεύσει μέσα στην ταινία του την ίδια την ταινία του: ο πρωταγωνιστής ρωτά τον κριτικό να του ερμηνεύσει ποιός από τους χαρακτήρες θα έχει ποιόν ρόλο στο παραμύθι τρόμου που παρακολουθούμε. Φυσικά ο κριτικός τα κάνει θάλασσα και η σκηνή που τον καταβροχθίζει το τέρας, παρά την απόλυτη σιγουριά του ότι δεν πρόκειται να τον καταβροχθίσει (γιατί κάτι τέτοιο θα αντέβαινε σε όλα τα στερεότυπα των ταινιών είδους), είναι απολαυστική. Η στερεοτυπική σκέψη σε σκοτώνει.
Εμ εδώ δεν είναι ταινία είδους, κύριε κριτικέ, εμ δεν μπορείς να την κρίνεις με βάση τα στερεότυπά σου, κύριε κριτικέ, εμ η ταινία είδους είναι το όχημα της παραξενιάς μου, το όχημα της ιδιοφυίας μου, το όχημα του παιχνιδιού μου. Γιατί παίζω, γιατί γουστάρω, γιατί το ταλέντο μου με απελευθερώνει, με απελευθερώνει τόσο ώστε να πάρω ένα παραμύθι που λέω στις κόρες μου, να το πουλήσω ως μεταφυσικό τρόμο και να γυρίσω ένα μεταμοντέρνο βγάλσιμο της γλώσσας σε κάθε λογής κλισαρισμένη σκέψη και αντίληψη για το σινεμά.
Η Story βγαίνει απ΄το νερό κι όταν βρει τον εκλεκτό της που είναι συγγραφέας, όταν η ιστορία βρει τον συγγραφέα της και ο συγγραφέας την ιστορία της, τότε ο συγγραφέας (που τον παίζει ο ίδιος ο Σιάμαλαν) θα δει το μυαλό του να καθαρίζει και τις σκέψεις του να ξεδιαλύνονται και θα γράψει ένα βιβλίο που σε τριάντα χρόνια θα φέρει μεγάλες πολιτικές αλλαγές σε αυτήν την χώρα. Και αυτή η χώρα που χρειάζεται τις σωτήριες ιδεολογικές αλλαγές είναι οι ΗΠΑ. Και οι τηλεοράσεις στο βάθος των δωματίων στην ταινία δείχνουν συνέχεια Ιράκ και Φαλούτζα. Και ο νούμερο ένα στρατευμένος αντιϊμπεριαλιστής κριτικός κινηματογράφου γράφει κατά λέξη στην κριτική του: «Όλα συμβολικά, χριστιανικά και πατριωτικά». Πατριωτικά. Προσοχή στο τέρας μόνο. Έτσι που παίζει ο Σιάμαλαν, δεν θέλει πολύ να το ξαμολήσει έξω απ' την οθόνη.

Κυριακή, Οκτωβρίου 29, 2006

Αναζητώντας την Κερδισμένη Ώρα

Ξεκινάω αυτό το ποστ στις τέσσερεις το πρωί της 29ης Οκτωβρίου και θα προσπαθήσω να το τελειώσω την ίδια ακριβώς ημέρα και ώρα. Δεν είμαι ο Προυστ για να αναζητήσω τον χαμένο χρόνο, αλλά έχω στη διάθεσή μου μια κερδισμένη ώρα και θα προσπαθήσω να την αξιοποιήσω. Δεν έχω ιδέα για το τι θα γράψω (και να που πήγε ήδη 3:10 π.μ.), η ιδέα που είχα όμως ήταν ότι αυτήν ακριβώς την ώρα έπρεπε να την περάσω γράφοντας. Συγγνώμη, ποστάροντας εννοούσα, αλλά φαίνεται ότι έχω πλέον μπερδέψει ανεπανόρθωτα τις δύο έννοιες.
Κάπου είχα διαβάσει παλιότερα ότι στην Αφρική είναι τόσο σχετική η έννοια «χρόνος», ο τρόπος που αντιλαμβάνεται ο Αφρικάνος τον χρόνο, που σε κάποιο «Κόπα Άφρικα» (αφρικανικό κύπελλο ποδοσφαίρου) υπήρχε μεγάλο πρόβλημα στην τήρηση του προγράμματος, γιατί οι θεατές δεν έρχονταν ποτέ στα γήπεδα εγκαίρως. Στη Δύση όμως, στον κόσμο μας, το ρολόι είναι ο μόνος αναμφισβήτητος ρυθμιστής της ζωής μας. Δηλαδή μπορεί να σκεφτεί κανείς στο άμεσο μέλλον τις πιο ριζικές αλλαγές των βεβαιοτήτων μας, μπορεί να επανέλθει ο Κομμουνισμός που λέει κι ο φίλος Θοδωρής (να μάθεις να παρακολουθείς τα προηγούμενα αν δεν ξέρεις ποιός είναι ο Θοδωρής, να μάθεις να μην το διαβάζεις αποσπασματικά το μπλογκ, αλλά να αναλύεις τας γραφάς του καθημερινώς), μπορεί πάλι να κάνουν το μπαμ οι Μουλάδες, χίλια δυο μπορεί, ό,τι και να γίνει όμως και όποιο κι αν είναι το πολιτικοικονομικοκοινωνικό σύστημα, η καθημερινότητα της Δύσης θα εξακολουθήσει να καθορίζεται από το ρολόι.
Γιατί εκείνο που κατά βάθος λέει το ρολόι, είναι ότι ο χρόνος δεν κυλά σαν ποτάμι και ότι εμείς δεν πρόκειται ποτέ να αφεθούμε να παρασυρθούμε από τα νερά του. Γιατί όταν παρασύρεσαι, όταν ο χρόνος παύει να τέμνεται, να ορίζεται, να σημαίνεται και να λέγεται ασταμάτητα, όταν ο χρόνος ξεχνιέται, τότε ο χρόνος χάνεται και όταν ο χρόνος χάνεται, όταν χάνεσαι κι εσύ μέσα στο χρόνο, αρχίζεις σιγά σιγά να συνειδητοποιείς ότι ο χρόνος περνά, τα χρόνια περνούν, τα χρόνια πέρασαν, συνειδητοποιείς ότι έχασες τα χρόνια σου για να μπορέσεις σε αντάλλαγμα να αρχίσεις να βρίσκεις σιγά σιγά τη ζωή σου.
Φυσικά κανείς δεν θα σε κρίνει θετικά επειδή άρχισες να ζεις. Ο χρόνος είναι χρήμα - η ζωή όχι. Στον χρόνο αποτυπώνεται η πρόοδος σου, τα επιτεύγματά σου, η πορεία σου. Πορεύεσαι χρονομετρούμενος: να ξυπνήσεις στην ώρα σου, να πας στο σχολείο - στη σχολή σου - στη δουλειά σου στην ώρα σου, να παντρευτείς στην ώρα σου, να γεννήσεις στην ώρα σου, να αγοράσεις αυτοκίνητο στην ώρα σου - σπίτι στην ώρα σου, να γεράσεις στην ώρα σου, να πεθάνεις στην ώρα σου γιατί αμέσως μετά ακολουθεί άλλη κηδεία.
Το ωραίο με αυτές τις θεωρίες είναι ότι ελάχιστους θα βρεις να διαφωνούν. Σχεδόν όλοι θα μιλήσουν για μαγγανοπήγαδα, για λούκια, θα αναστενάξουν, κάνε όμως εσύ να διαχειριστείς τον χρόνο σου αλλιώς, κάνε εσύ να φερθείς στο χρόνο σου αριστοκρατικά και αλήτικα, κάνε να αποκλίνεις από την παντοκρατορία του ρολογιού και τότε οι αναστεναγμοί και τα μαγγανοπήγαδα θα ξεχαστούν και η ασέβεια που επέδειξες προς το χρόνο θα αντιμετωπιστεί ως έγκλημα καθοσιώσεως, χαμένο κορμί.
Κι αν πας να αντιγυρίσεις ότι πρέπει όντως να χάσεις το κορμί σου αν θέλεις να βρεις την ψυχή σου, τότε είναι που θα σε πάρουν με τις ντομάτες, γιατί τη ψυχή σου την κερδίζεις δουλεύοντας, προσφέροντας, παράγοντας και δίνοντας, φίλε.
Δίκιο έχουν, γι' αυτό εσύ λουφάζεις, δεν απαντάς και συνεχίζεις να χάνεσαι στις σκέψεις σου, να χάνεσαι στον κόσμο σου, να χάνεις το κορμί σου και το χρόνο σου, βλάσφημος απέναντι στον Χρόνο και τον προφήτη του το Ρολόι και τελικά το μόνο που σου μένει να κάνεις είναι να περιμένεις χαιρέκακα μια φορά το χρόνο, μια φορά το χρόνο που όλη τους η θεολογία αποδεικνύεται σύμβαση της δεκάρας, μια φορά το χρόνο που μπαίνουν στο Ιερό του Ναού τους γυρνώντας ιερόσυλα τους δείκτες μια ώρα πίσω και επαναλαμβάνοντας αυτούσια την προηγούμενη ώρα, μόνο που το κάνουν μέσα στην μαύρη νύχτα, γιατί ντρέπονται, γιατί έχουν ενοχές, γιατί είναι αμήχανοι απέναντι σε αυτήν την κερδισμένη ώρα, γιατί γι' αυτούς ο χρόνος μπορεί μόνο να χάνεται και ποτέ να κερδίζεται, γιατί η κερδισμένη ώρα είναι μαύρη τρύπα στην καρδιά της σιγουριάς τους.
Να γιατί δεν θα αναζητήσουν την κερδισμένη αυτή ώρα, να γιατί δεν μπορεί παρά να είσαι ύποπτος που γράφεις τόσο αργά, να γιατί κατά βάθος κάτι πρέπει να πάει λάθος μαζί σου για να γράφεις τέτοιες ώρες.
Μήπως έχεις χαλάσει το βιολογικό σου ρολόι;
Με τη βιολογία δεν τα πήγαινα ποτέ καλά.
Τέλος ώρας - τέλος χρόνου.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 26, 2006

Από ανθρώπους

Οι νόμοι δεν κατεβαίνουν ετοιμοπαράδοτοι από τον ουρανό. Από ανθρώπους φτιάχνονται και εν συνεχεία από ανθρώπους ερμηνεύονται (ώστε να αποφασισθεί αν και σε ποιόν κανόνα δικαίου μπορούν να υπαχθούν τα εκάστοτε πραγματικά περιστατικά) και από ανθρώπους εφαρμόζονται (ώστε να αποφασισθεί ο συγκεκριμένος τρόπος αντιμετώπισης της εκάστοτε υπόθεσης).
Και οι άνθρωποι συχνά κάνουν λάθη, ενίοτε δε μεγάλα.
Στο «Kάποτε Στη Δύση», ο Τζέισον Ρόμπαρντς τρώει μια σφαίρα στο στομάχι, με αποτέλεσμα να αιμορραγεί και να υποφέρει πολλή ώρα πριν πεθάνει. Λίγο πριν ξεψυχήσει λέει στην Κλαούντια Καρντινάλε: «Αν ποτέ σε πυροβολήσουν, να εύχεσαι τουλάχιστον να τραβήξει τη σκανδάλη κάποιος που ξέρει να σημαδεύει σωστά».

Το Ποστ της Φιόνα

Στην καρδιά του «Τέσσερεις Γάμοι & Μία Κηδεία» υπάρχει μια σκηνή εντελώς ασυνήθιστη για αισθηματική ταινία, μια σκηνή εξορισμένη και απωθημένη από το σύμπαν των αισθηματικών ταινιών, μια σκηνή που αναιρεί τον δικαιολογητικό λόγο ύπαρξης των αισθηματικών ταινιών. Ως αισθηματική ταινία μπορεί να οριστεί ακριβώς η ταινία εκείνη που δεν περιλαμβάνει σκηνές σαν αυτή: σε ένα σχεδόν σκοτεινό δωμάτιο, σε σπίτι όπου γίνεται δεξίωση γάμου, ο Τσαρλς είναι μόνος του με την καλή του φίλη Φιόνα. Την ρωτάει πότε σκοπεύει να παντρευτεί κι αν έχει κανέναν έρωτα στην ζωή της. Ναι, του απαντάει. Ο Τσαρλς ενθουσιάζεται. Ποιός είναι ο τυχερός; Τον ξέρω; Εσύ είσαι, Τσαρλς. Πάντα εσύ ήσουν. Ο Τσαρλς πέφτει από τα σύννεφα. Μασάει τα λόγια του. Δεν έχει λύση να της δώσει. Μετά μπαίνουν κι άλλοι στο δωμάτιο και η αμηχανία του μη ζεύγους διαλύεται.
Αλλά μόνο αυτή. Στο τέλος του έργου όλοι οι πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές καταλήγουν ερωτευμένοι στην εκκλησία και μόνο η Φιόνα ποζάρει χαμογελαστή, με στωϊκό αυτοσαρκασμό, δίπλα σε μια ολόσωμη φωτογραφία του πρίγκηπα Κάρολου.
Όταν βλέπουμε τη σκηνή, έχουμε ήδη διανύσει ικανό τμήμα του έργου ώστε να συναισθανθούμε τη Φιόνα και να γευτούμε μαζί της την πίκρα απ' το ερωτικό φαρμάκι. Αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά από αρκετές παρόμοιες σκηνές που υπάρχουν σε άλλα ρομαντικά φιλμ: εδώ αυτός που τρώει τα μούτρα του αφενός είναι άνθρωπος και όχι καρικατούρα (και μάλιστα ένας άνθρωπος με τα μάτια και την έκφραση της Κρίστιν Σκοτ Τόμας) και αφετέρου τα τρώει τελείως χωρίς να βολευθεί με κάποιο άλλο ταίρι.
Υπάρχει η ζωή - υπάρχουν και οι αισθηματικές ταινίες. Στη ζωή υπάρχουν πετυχημένα και αποτυχημένα ρομάντσα, υπάρχουν αμοιβαίοι και μονομερείς έρωτες. Στην αισθηματική ταινία το ρομάντσο θα συναντήσει χίλιες δυσκολίες αλλά στο τέλος θα πετύχει: ο πρωταγωνιστής είναι ερωτευμένος με την πρωταγωνίστρια και τανάπαλιν.
Στη ζωή ο έρωτας είναι αλλήθωρος, στις ταινίες όλους τους βλέπει, όλους αλληλοεξαρτώμενα τους τυφλώνει κι όλους τελικά τους αμείβει. Στη ζωή ο έρωτας σκορπά χαλάσματα στο πέρασμά του, στις ταινίες κατανέμεται ακριβοδίκαια, ισομερώς και αρμονικά. Οι αισθηματικές ταινίες γυρίζονται ακριβώς για να σκηνοθετηθεί το ιδανικό της ελλείπουσας στη ζωή ερωτικής αρμονίας.
Μπορεί στη ζωή ως Βασιλική, Γεωργία, Στέλλα, να ερωτεύομαι δίχως απόκριση, ξέρω όμως ότι με 7 - 7,5 ευρώ στο σινεμά ή με 1 - 2 ευρώ στο dvd θα ταυτιστώ με την πρωταγωνίστρια κι όλα θα πάνε στο τέλος καλά. Καρδιοχτύπια - αγωνία - κορύφωση μουσικής - παθιασμένο φιλί. Επιτέλους μ' αγαπά. Τίτλοι τέλους.
Η Φιόνα είναι η εκπρόσωπος της Βασιλικής, της Γεωργίας, της Στέλλας, η εκπρόσωπος του αληθινού χρώματος των ματαιώσεων της ζωής μέσα στο αφόρητο ροζ των ρομαντικών φιλμ.
Κι έτσι η Φιόνα είναι καταδικασμένη να ομολογεί εσαεί, στο ίδιο ημισκότεινο δωμάτιο, τον αδιέξοδο έρωτά της στον Τσαρλς, να εισπράττει την παγωμάρα του και να έχει να πορευτεί μ' αυτήν συντροφιά ως τους τίτλους του τέλους και μετά πάλι ξανά τα ίδια με τους τίτλους της αρχής, χωρίς να μπορεί να αλλάξει το σενάριο της ζωής της.
Δεν σ' αγαπά, Φιόνα.
Δεν έπρεπε να το δούμε αυτό σε μια αισθηματική ταινία, είναι σαν ύβρις μέσα σε μια αισθηματική ταινία, αλλά δεν σ΄αγαπά.
Είναι φορές που η Φιόνα από την μικρή ή την μεγάλη οθόνη κοιτάζει με αγωνία τη Βασιλική, τη Γεωργία και τη Στέλλα, περιμένοντας τα δικά τους καρδιοχτύπια, τη δική τους αγωνία, τη δική τους κορύφωση μουσικής, τα δικά τους παθιασμένα φιλιά.
Και χαμογελά γιατί ξέρει ότι τουλάχιστον το σενάριο της δικής τους ζωής δεν είναι προκαθορισμένο.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 25, 2006

Ακατάλληλοι Ανήλικοι.

Eιδήσεις στην ΕΤ1. Γονείς λένε τη γνώμη τους για τις απεργίες των δασκάλων. Στο κέντρο της οθόνης φαίνονται οι γονείς, ενώ δεξιά και αριστερά τους η εικόνα έχει φιλτραριστεί. Δεξιά και αριστερά των γονέων δεν βρίσκονται ούτε υπόδικοι ούτε τέρατα, δεξιά και αριστερά τους δεν διαδραματίζονται σκηνές σεξ ή βίας, δεξιά και αριστερά τους βρίσκονται παιδιά δημοτικού που τρέχουν, γελάνε και φωνάζουν, καθώς οι γονείς βρίσκονται σε σχολικές αυλές.
Γιατί όμως αποκρύπτονται τα παιδικά πρόσωπα; Γιατί δεν κάνει να δούμε στο φόντο πρόσωπα παιδιών δημοτικού; Κατηγορούνται για κανένα κακούργημα και τα προστατεύουμε; Έκαναν τίποτα κακό; Μήπως πάλι τα παιδιά που παίζουν είναι ένα αποκρουστικό θέαμα από το οποίο πρέπει ο τηλεθεατής να προστατευθεί; Ή μήπως αν τα δούνε θα τα σταμπάρουν οι παιδόφιλοι; Προς τι το φίλτρο; Πότε κατάντησε ταμπού το παιδικό πρόσωπο; Ποιό θα είναι το επόμενο βήμα της υστερίας; Να βγάζουν βόλτα οι γονείς τα παιδιά τους φορώντας τους παιδικές μπούρκες;
Κατά βάθος όμως, το φιλτράρισμα των παιδικών προσώπων δεν είναι θέμα μπούρκας, αλλά απλής, ατόφιας, ανόθευτης μπούρδας.

Τρίτη, Οκτωβρίου 24, 2006

Προβληματισμοί

«Η μη επικύρωση του εισιτηρίου τιμωρείται με πρόστιμο που ισούται με το 60πλάσιο της τιμής του».
Έτσι διαπαιδαγωγείται κοινωνικά ο Έλλην: με φόβητρα - με απειλές - με τιμωρίες.
Και ρωτάω, εγώ ο αφελής: γιατί πλάι στο φόβητρο, πλάι στο αντικίνητρο, να μην υπάρχει και το κίνητρο; Γιατί δηλαδή αν με πιάσει ο ελεγκτής να μην έχω εισιτήριο να πρέπει να το πληρώσω επί εξήντα, ενώ αν με πιάσει να έχω εισιτήριο να μην αμείβομαι με το εξηνταπλάσιο της τιμής του;;;
Σκέφτομαι λάθος; Δεν πρέπει κάποια στιγμή να επιβραβεύεται και ο ευσυνείδητος, νομοταγής πολίτης; Μήπως επιπρόσθετα με μια τέτοια πολιτική θα αυξηθεί και πολύ ο κόσμος που επιλέγει τα μέσα μαζικής μεταφοράς;
Αλλά επειδή θέλω να είμαι δίκαιος, θα κατανοούσα (δεν θα αποδεχόμουν, αλλά θα κατανοούσα) το σκεπτικό μιας Πολιτείας που έχει επιλέξει μια συνέπεια στις αρχές της. Ατυχέστατα όμως, είναι η ίδια η Πολιτεία που στέλνει αντιφατικά μηνύματα στον πολίτη. Ενώ στις μαζικές συγκοινωνίες τιμωρεί εξαντλητικά τον παραβάτη του νόμου, στα ΙΧ έρχεται η ίδια, με τα αρμόδια όργανά της, να σου επιβάλλει να παρανομήσεις. Έτσι, αντί οι τροχονόμοι να επιτηρούν την τήρηση των φαναριών, κάνουν το ακριβώς αντίθετο, διατάσσοντάς σε να περάσεις όταν το φανάρι δείχνει κόκκινο και να σταματήσεις όταν δείχνει πράσινο!!!
Εκεί που σταματάει η λογική ξεκινάει το κράτος μας. Μα, κύριε τροχονόμε, με κόκκινο ξέρω να περάσω και μόνος μου. Εσένα χρειάζομαι να μου το πεις;
Ίσως όμως να μην πρόκειται για τον εγγενή σουρεαλισμό του ελληνικού κράτους. Ίσως τα δύο μέτρα και τα δύο σταθμά να οφείλονται σε μια συνειδητή επιλογή πριμοδότησης του ΙΧ εις βάρος της δημόσιας συγκοινωνίας, με στόχο τον μαρασμό των συγκοινωνιών και την αύξηση των πωλήσεων των αυτοκινητοβιομηχανιών (των πετρελαιάδων, των ανταλλακτικάδικων κ.ο.κ), ίσως έχουμε ακόμη μια ύπουλη εφαρμογή του παμφάγου νεοφιλελεύθερου δόγματος: θάνατος στον δημόσιο τομέα - επικράτηση πάση θυσία του ιδιωτικού.

Μεγάλη Ελληνική Κοιλιά

Έλα να φτιάξουμε μαζί την Μεγάλη Ελληνική Κοιλιά.
Κάθε Έλληνας να δώσει όχι από το υστέρημά του, αλλά από το περίσσευμά του, να δώσει τη δική του μπάκα, το δικό του σκεμπέ, το δικό του προκοίλι, τη δική του κοιλίτσα, τη δική του κοιλάρα, να τις ενώσουμε όλες μαζί σε ένα σώμα πλάθοντας μια τεράστια μπάλα από λίπος, να καρφώσουμε επάνω της -σεμνά, μα υπερήφανα- μια γαλανόλευκη (ή ίσως μια σημαία ευκαιρίας, αν μας συμφέρει εφοπλιστικώς) και να την ρίξουμε στη θάλασσα, για να αρχίσει να ταξιδεύει ανά την υφήλιο, να συναντήσει τις κοιλιές άλλων λαών, να πάει και στον τρίτο κόσμο να συγκριθεί με τις μαύρες κοιλιές, με την Μεγάλη Αιθιοπική ή την Μεγάλη Σομαλέζικη Κοιλιά.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 23, 2006

Ριζοσπαστισμού Ακμπάρ

Καινούρια λέξη αυτή, δεν την είχα ξανακούσει μέχρι απόψε. Βέβαια δεν τυγχάνω και φανατικός ακροατής των λόγων της Αλέκας, οπότε πιθανόν να μην είναι και τόσο καινούρια: «κυβερνητισμός».
Κατά την Παπαρήγα, το ΚΚΕ δεν υπέκυψε, δεν υποκύπτει και δεν θα υποκύψει στο όγδοο θανάσιμο αμάρτημα, στο αμάρτημα του κυβερνητισμού (στο οποίο εννοείται ότι πέφτει με τρέλα και κορδέλα ο αιρεσιάρχης της αριστερής ορθοδοξίας, Συνασπισμός). Η αποψινή Αλέκα θύμησε τον περσινό Ντέμη που αποκήρυξε τον πρωταθλητισμό ως εφήμερη χαρά.
Μια ομάδα που αγωνίζεται στο πρωτάθλημα απαξιώνοντας την κατάκτησή του κι ένα κόμμα που συμμετέχει σε εκλογές απαξιώνοντας την εκλογική νίκη.
Η εκλογική νίκη όμως δεν έχει σημασία. Στον κυβερνητισμό των λερών η Αλέκα περήφανα αντιπαρέταξε τον ριζοσπαστισμό των καθαρών.
Το πρόσωπο του Έλληνα κομμουνιστή λάμπει από ένα εσωτερικό φως, όπως το πρόσωπο κάθε αληθινού πιστού, που δεν ελπίζει απλά αλλά ξέρει ότι θα ξημερώσει η ημέρα της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου (Κομμουνισμού).
Ο Κύριος θα κατέβει στη γη θριαμβευτής, λευτερώνοντας από τους τάφους τους όλους της γης τους κολασμένους κι αντί για 12 Αποστόλους θα έχει στο πλευρό του έναν και μοναδικό Απόστολο, τον Απόστολο Γκλέτσο, το πρωτοπαλίκαρο του εν Ελλάδι ριζοσπαστισμού, που ξέρει να δείξει κατ΄ιδίαν σε κάθε άπιστο πού είναι ο Πειραιάς.
Ο Μπρέζνιεφ φιλούσε υπέροχα.

Κυριακή, Οκτωβρίου 22, 2006

Παρασύρθηκα

Παραγγέλνουμε χθες βράδυ δυο κρέπες, οκ; Οκ. Γλυκές. Το παλικάρι χύνει την ζύμη, μετά την απλώνει να γίνει στρογγυλή και να πιάσει όλο το μάτι, μετά την αναποδογυρίζει να ψηθεί και από την άλλη πλευρά, μετά ρίχνει σοκολάτα μέσα, μετά την διπλώνει με ειδικό τρόπο, μετά την τυλίγει. Η ίδια διαδικασία επαναλαμβάνεται και για την δεύτερη κρέπα.
Ακόμη και το πιο απλό πράγμα, όπως το να φτιάξεις μια κρέπα, προϋποθέτει μια γνώση, έναν ειδικό τρόπο, μια κατακτημένη μέθοδο.
Ακόμη και το πιο απλό πράγμα· αλλά φαίνεται ότι το να γράφεις ποστάκια είναι πιο απλό κι από τα πιο απλά.
Ξεκινάς κάθε φορά να γράψεις χωρίς να έχεις δυο βασικούς κανόνες να ακολουθήσεις, δυο σκαλοπάτια τα οποία έμαθες με τον καιρό να εμπιστεύεσαι κι ένα τρίτο που τώρα αποκρυσταλλώνεις.
Σε κάθε καινούριο ποστ όλα ξεκινούν ξανά απ΄την αρχή, όλα είναι χύμα, μετέωρα, ακανόνιστα, εκκρεμή, ελεύθερα να μείνουν στάσιμα ή να ακολουθήσουν πορεία προς το νότο ή την ανατολή, το βορρά ή τη δύση. Ελεύθερα, ηδονικά και ανυπόληπτα.
Το κύρος κατοικεί στο χαρτί και στην υπογραφή, το χαρτί έχει βάρος, τα πίξελ όχι, κι όλοι εμείς αβάσταχτα ελαφροί, αβάστακτα ακατάτακτοι, αβάσταχτα μπερδεμένοι, αβάσταχτα ασόβαροι.
Είναι 5:19 και 5:30 πρέπει να 'μαστε σε μια βάφτιση. Παρασύρθηκα πάλι.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 20, 2006

Μονοκαθεδρικές Στρεβλώσεις

Σε συνέχεια της συζήτησης που γίνεται στα σχόλια του προηγούμενου ποστ, ποστέα (κατά το λεκτέα) τα ακόλουθα:
Βρίσκω ιδιαίτερα συναρπαστική και μυστηριώδη τη λέξη «σχέση». Τι ακριβώς σημαίνει ότι δύο άνθρωποι έχουν μια σχέση; Ωραία, έχουν μια σχέση. Τι είδους σχέση; Εν αντιθέσει με τις υπόλοιπες λέξεις, νομίζω ότι ο ορισμός της έννοιας σχέση δεν μπορεί να γίνει αυτοτελώς: η σχέση είναι έννοια δυναμική, διαρκώς σε κίνηση, απόλυτα εξαρτημένη από τα πρόσωπα τα οποία αφορά, από τα σχετιζόμενα πρόσωπα.
Η σχέση που έχω εγώ και εσύ, επηρεάζεται κάθε στιγμή από το πώς σκέφτομαι και φέρομαι εγώ και το πώς σκέφτεσαι και φέρεσαι εσύ, από το πώς επιδρά η συμπεριφορά η δική μου σε σένα και η συμπεριφορά η δική σου σε μένα.
Δυο άνθρωποι μοιράζονται τη ζωή τους. Επί πολλά χρόνια. Ας υποθέσουμε λοιπόν (και κάθε καλόπιστος θα συνομολογήσει ότι πρόκειται για μια υπόθεση με αρκετά μεγάλη πιθανότητα να είναι βάσιμη), ότι με το πέρασμα των χρόνων ο έρωτας και η επιθυμία υποχωρεί. Δεν φεύγει, δεν εξαφανίζεται, αλλά πάντως εξασθενεί. Οπότε τότε τι;
Θεωρώ φυσιολογική και ανθρώπινη και την υποχώρηση του έρωτα και την επιθυμία άλλων προσώπων.
Ποιός μπορεί να αποδεχτεί όμως την μη μονοκαθεδρία του στα ερωτικά συναισθήματα του συντρόφου του;
- Δεν με θέλεις πια; Άρα δεν μ΄αγαπάς πια.
- Μα εξακολουθώ να σε θέλω. Και τι σχέση έχει η αγάπη; Βαθιά σ' αγαπώ.
Έγινε στα σχόλια του προηγούμενου ποστ (και σωστά έγινε) μνεία του ατομισμού και της έλλειψης υποχωρήσεων ως αιτιών της δεισιδαιμονίας των σύγχρονων σχέσεων.
Τον ατομισμό όμως μπορεί να τον δει κανείς και από μία άλλη οπτική γωνία. Όχι ως προς εκείνον που επιθυμεί ένα τρίτο πρόσωπο, αλλά ως προς εκείνον που δεν μπορεί να συγχωρέσει την επιθυμία αυτή.
- Δεν με θέλεις πια; Άρα δεν μ΄αγαπάς πια.
- Μα εξακολουθώ να σε θέλω. Και τι σχέση έχει η αγάπη; Βαθιά σ' αγαπώ.
- Άκουσε, αυτά που λες είναι θολά. Αφού δεν θες μόνο εμένα, δεν με θες στ' αλήθεια. Δεν μπορώ να το ανεχτώ αυτό, δεν σε θέλω ούτε εγώ πια. Να πας να βρεις εκείνο που επιθυμείς, να μην σου γίνομαι και βάρος.
Δεν καμώνομαι ότι έχω απαντήσεις ή λύσεις (κι αν το καμώνομαι απολογούμαι). Μπορεί και να λέω μπούρδες.
Αν για κάτι είμαι σίγουρος όμως, είναι ότι όταν δυο άνθρωποι καθημερινά χτίζουν μια σχέση κι όταν καθημερινά αγαπιούνται λίγο και περισσότερο, η σχέση τους μπορεί με τα χρόνια να κλυδωνιστεί, μπορεί ίσως και να σπάσει, μην αντέχοντας την διάχυση της επιθυμίας και σε άλλα πρόσωπα, σε άλλα κορμιά.
Αλλά όταν αγαπήσεις αληθινά τον άνθρωπο που είναι δίπλα σου, τότε είτε μείνεις μαζί του είτε χωρίσετε, την αγάπη σου δεν μπορεί να σου την πάρει κανείς πίσω.
Ειδάλλως δεν τον αγάπησες ποτέ σου.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 19, 2006

Σημασία έχει ν' αγαπάς

Ποιό είναι το αντίθετο του «κρυψί-νους»;
Αν η λέξη «φανερό-νους» δεν είναι δόκιμη, μήπως θα έπρεπε να υιοθετηθεί η λέξη «μακμά-νους»;
Όταν οι σκέψεις σου πληκτρολογούνται ως έχουν, χωρίς να φιλτραριστούν, περνώντας σχεδόν αυτόματα από το μυαλό σου στην οθόνη (λες κι έχεις βγει από ταινία του Κρόνεμπεργκ), τότε μπορεί καμιά φορά να παίρνεις μηδέν στην λεπτότητα (και η λεπτότητα κάθε άλλο παρά αμελητέα αρετή είναι), σε εξιλεώνει όμως η συγκινητική σου αλήθεια, η συγκινητική σου έκθεση: παραδίδεσαι 100% στην κρίση των άλλων (κι ας μην το συνειδητοποιείς ίσως 100%).
Καταλαβαίνουμε εσχάτως ότι παροικούμε σ' ένα μέσο γεμάτο μυστικά επί μυστικών, ρόλους επί ρόλων, κρυφτά επί κρυφτών. Φτιάχνω ένα ψευδώνυμο, πέντε - δέκα - δέκα πέντε - είκοσι - είκοσι πέντε - τριάντα - τριάντα πέντε - σαράντα, φτου και βγαίνω στην μπλογκόσφαιρα να υποδυθώ άντρες, γυναίκες, γκέι, παιδιά, παππούδες, αριστερούς, κεντρώους, δεξιούς, πρόσωπα, ζώα, πράγματα, ό,τι θέλω κι όσο θέλω.
Πίσω απ' το κομπιούτερ κρύβομαι· ο κόσμος του ίντερνετ είναι εξ' ορισμού εικονικός.
Ο Μακμάνους μπροστά στο κομπιούτερ φανερώνεται· ο κόσμος του μυαλού του ποστάρεται ολοκληρωτικά, αλογόκριτα κι ακαμουφλάριστα· γενετική ιδιαιτερότητα που δεν είναι άμοιρη παρεπόμενων εμπλοκών (εξού και οι συχνοί -δίκαιοι ή άδικοι- καυγάδες του)· γενετική ιδιαιτερότητα που σε οριακές περιπτώσεις καταστρατηγεί τα όρια ιδιωτικού - δημοσίου.
Ωστόσο, αν είχα κόρη κι ήταν σε ηλικία γάμου, κάποιον σαν τον Μακμάνους (αν δεν έσπασε το καλούπι) θα ήθελα να πάρει, κάποιον που να βρίσκεται στο αντίθετο άκρο της υποκρισίας, κάποιον που να τολμά να δηλώνει τα αυτονόητα (αλλά ουδέποτε ως προς εμάς τους ίδιους ομολογούμενα), ότι δηλαδή όλοι παιδιά της Επιθυμίας είμαστε, ότι ευτυχώς ή δυστυχώς διέξοδος από τον λαβύρινθο της Επιθυμίας δεν υπάρχει, ότι αν κάτι ίσως μετρά είναι ο τρόπος διαχειρίσεώς της κι όχι η Επιθυμία καθαυτή, ότι όπως έχουμε παρόν και μέλλον έτσι έχουμε και παρελθόν που δεν σβήνει με μπλάνκο, ότι όταν ζεις με έναν άνθρωπο και τον τιμάς με την αγάπη σου όπως κι αυτός με την δική του, όλα τα άλλα είναι δευτερεύοντα και παροδικά, ότι αν σε μια ιστορία κάποιος είναι ο σύντροφος και κάποιος άλλος το απωθημένο, σε μια διαφορετική ιστορία (σε μια διαφορετική εκδοχή των γεγονότων της ζωής μας) οι ρόλοι ανέτως θα αντιστρέφονταν, καθώς επιθυμούμε μόνο ό,τι δεν έχουμε και μας είναι επιθυμητό ακριβώς επειδή δεν το έχουμε,
ότι, ναι, σημασία έχει να επιθυμείς,
αλλά, ακόμα περισσότερο,
σημασία έχει ν' αγαπάς.

Τρίτη, Οκτωβρίου 17, 2006

Αποτελέσματα

Δεν λέω τίποτα πρωτότυπο βέβαια, αλλά μερικά πράγματα καλό είναι να επαναλαμβάνονται, έτσι προς εμπέδωση. Αντιγράφω λοιπόν από την ιστοσελίδα του Υπουργείου Eσωτερικών τα έως τώρα αποτελέσματα:
1) ΝΟΜΑΡΧΙΑ ΑΘΗΝΩΝ - ΠΕΙΡΑΙΩΣ (στο 98,76% των εκλογικών τμημάτων):
Εγγεγραμμένοι: 2.337.892
Ψήφισαν: 1.618.058
Συμμετοχή: 69,21%
Έγκυρα: 1.472.190
Ακυρα/Λευκά: 145.868
Ακολουθούν οι ψήφοι των υποψηφίων και τα ποσοστά τους. Το πρώτο ποσοστό είναι το ποσοστό το οποίο επισήμως κατακυρώνεται και το οποίο υπολογίζεται επί όσων από τους εγγεγραμμένους ψήφισαν και το ψηφοδέλτιο τους δεν ήταν ούτε λευκό ούτε άκυρο, ενώ το δεύτερο ποσοστό (το οποίο υπολογίζω εγώ) είναι το ποσοστό επί των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους πολιτών (όλα αυτά με την αίρεση της ακρίβειας των εκλογικών καταλόγων, οι οποίοι πάντως τα τελευταία χρόνια έχουν βελτιωθεί και πρέπει να θεωρούνται αρκετά ακριβείς):
1) Γεννηματά Φώφη 638.902 = 43,40% ή 27,32%
2) Ντινόπουλος Αργύρης 497.972 = 33,83% ή 21,30%
3) Μαυρίκος Γεώργιος 155.502 = 10,56% ή 6,65%
4) Πανούσης Ιωάννης 84.095 = 5,71% ή 3,59%
5) Παπαδοπουλος Ευαγγελος 56.603 = 3,84% ή 2,42%
6) Τσιριγώτης Αθανάσιος 19.629 = 1,33% ή 0,83%
7) Σπανόπουλος Κωνσταντίνος 19.487 = 1,32% ή 0,83%
2) ΔΗΜΟΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ (στο 97% των εκλογικών τμημάτων):
Εγγεγραμμένοι: 498.692
Ψήφισαν: 287.815
Συμμετοχή: 57,71%
Έγκυρα: 267.055
Άκυρα/Λευκά: 20.760
Ακολουθούν οι ψήφοι και τα ποσοστά, για τον υπολογισμό των οποίων ισχύει ό,τι και παραπάνω:
Κακλαμάνης Νικήτας 122.977 = 46,05% ή 24,65%
Σκανδαλίδης Κωνσταντίνος 76.941 = 28,81% ή 15,42%
Τσίπρας Αλέξιος 28.163 = 10,55% ή 5,64%
Χαλβατζής Σπυρίδων 23.462 = 8,79% ή 4,74%
Βεργής Δημοσθένης 3.810 = 1,43% ή 0,76%
Ζαφειρόπουλος Δημήτριος 3.590 = 1,34 ή 0,71%
Χάγιος Άγγελος 2.998 = 1,12 ή 0,60%
Καλλιγιάννης Εμμανουήλ 1.407 = 0,53 ή 0,28%
Η πλειοψηφία λοιπόν δεν επέλεξε ούτε Φώφη ούτε Κακλαμάνη. Η πλειοψηφία επέλεξε να μην ψηφίσει και έτσι στη Νομαρχία με ποσοστό 30,79% σάρωσε την Φώφη του 27,32%, ενώ στο Δήμο με ποσοστό 42,29% κέρδισε από τον πρώτο γύρο τον Νικήτα του 24,65%.
Ηθικό δίδαγμα δεν έχω. Απλά αφού έχουμε δημοκρατία και αφού η δημοκρατία είναι ποιοτικά κάτι παραπάνω από την μηχανική καταγραφή ποσοστών επί ψηφισάντων εγκύρως (ο μη συνυπολογισμός στους οποίους όσων επέλεξαν λευκό είναι κατά τη γνώμη μου απαράδεκτος), ευκταίο είναι να προβληματιστούν και οι μεν (όσοι δηλαδή απαξιούν να ψηφίσουν) και οι δε (όσοι δηλαδή εκλέγονται πανηγυρικώς).
UPDATE: Ο Τalos αμφισβητεί εδώ την εγκυρότητα των εκλογικών καταλόγων και κατ' επέκταση τα ποσοστά αποχής. Διατηρώ κάποιες επιφυλάξεις για τα νούμερα που χρησιμοποιεί ως βάση υπολογισμού (την απογραφή που έγινε προ πενταετίας) και δεν κατάλαβα με ποιόν ακριβώς τρόπο καταλήγει στον τελικό αριθμό των «αληθινών» ψηφοφόρων, αλλά σε κάθε περίπτωση εγείρεται ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ζήτημα, το οποίο πιστεύω ότι χρήζει περαιτέρω διερεύνησης.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 12, 2006

Λογοκτονίες

Σ' άλλους αρέσει να συλλέγουν λεπιδόπτερα, σ' άλλους γραμματόσημα, σε μένα ποινικές διώξεις. Σκέφτομαι λοιπόν να πάω στην Κωνσταντινούπολη και ν' αρχίσω να φωνάζω ότι οι Τούρκοι διέπραξαν γενοκτονία εις βάρος των Αρμενίων. Μόλις βεβαιωθώ ότι με άκουσαν, θα πάρω το πρώτο αεροπλάνο για Παρίσι και θ' αρχίσω να φωνάζω ότι η γενοκτονία των Αρμενίων είναι ένας μύθος.
Για να αποφύγω όμως την ταλαιπωρία και τα ταξιδιωτικά έξοδα, συνοψίζω στο παρόν ποστ τις δύο βασικές θέσεις μου, με την ελπίδα οι λέξεις μου να ταξιδέψουν στις οθόνες των κομπιούτερ σε Τουρκία και Γαλλία. Πάμε λοιπόν:
- Η ΤΟΥΡΚΙΑ ΔΙΕΠΡΑΞΕ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΕΙΣ ΒΑΡΟΣ ΤΩΝ ΑΡΜΕΝΙΩΝ.
- ΕΛΑ ΜΩΡΕ ΤΩΡΑ, ΠΟΙΑ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΤΩΝ ΑΡΜΕΝΙΩΝ ΚΑΙ ΠΡΑΣΙΝΑ ΑΛΟΓΑ; ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΣΥΝΕΒΗ, ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ ΕΙΝΑΙ ΟΛΑ.

Παρά έναν ή δύο αιώνες

«Μην ανησυχείς. Υπάρχει πάντα μια δεύτερη τύχη που ακολουθεί πίσω απ' την πρώτη. Αρκεί να ξέρεις να περιμένεις παρά έναν ή δύο αιώνες, ενίοτε».
Οδ. Ελύτης.
Σε 3 1/2 χρόνια θα είναι Άνοιξη του 2010. Φαντάσου να σου πουν ότι μέχρι την Άνοιξη του 2010 δεν θα μπορείς να κάνεις αυτό που αγαπάς. Λάθος το λέω. Τελείως λάθος. Φαντάσου να σου πουν ότι δεν θα μπορείς να κάνεις αυτό που αγαπάς για 4 μήνες. Μετά να δοκιμάζεις να ξαναρχίσεις. Να βλέπεις ότι δεν μπορείς. Και να σου λένε ότι θα πρέπει να περιμένεις άλλους 4. Και αυτό το τροπάρι να συνεχίζεται με αυτόν τον ρυθμό επί 3 1/2 χρόνια, 312 χειρουργεία, 312 αποθεραπείες, 312 αποτυχημένες απόπειρες επανόδου. Κι όλοι να σου δίνουν κουράγιο, αλλά κατά βάθος όλοι να σε κοιτούν με οίκτο, αφού είσαι στη συνείδηση τους ένας πρόωρα τελειωμένος. Εσύ να επιμένεις όμως άλλη μια φορά κι άλλη μία, να συνεχίζεις να προσπαθείς άλλη μια φορά κι άλλη μία, να συνεχίζεις να ελπίζεις σαν βλάκας. Γιατί μερικές φορές οι έννοιες βλακεία και ελπίδα είναι ταυτόσημες. Ίσως περισσότερες απ' όσες νομίζουμε.
Το να βλέπεις τον Χρήστο Πατσατζόγλου να κατορθώνει να επιστρέψει στα γήπεδα είναι σαν να βλέπεις τον Σίσυφο να κατορθώνει να ανεβάσει τον βράχο του στην κορυφή του βουνού.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 11, 2006

«Commitment is what makes you tick, Jack.
The problem is you're just not good at letting go».

Τρίτη, Οκτωβρίου 10, 2006

Παραλειπόμενα - εντυπώσεις από τους πρωταγωνιστές του χθεσινοβραδυνού ντιμπέιτ του MEGA με τους υποψηφίους δημάρχους (δεν θυμάμαι ποιάς πόλης και δεν έχει σημασία - η κάμερα άλλωστε λιγοστές φορές πήγε σε αυτούς):
- Η βαθύτατη απέχθεια του Γιάννη Πρετεντέρη για οτιδήποτε σχετικό με τη 17Ν έχει κάνει μεταστάσεις σε όλον τον οργανισμό του. Ο Γιάννης σιχαίνεται πλέον και οτιδήποτε σχετίζεται με τον αριθμό 17 και με το γράμμα νι (π.χ. την 17η εκάστου μηνός, το σήμα Ν των νέων οδηγών κ.ο.κ). Αναμένεται επιδείνωση της κατάστασής του, με εκδήλωση εντονότατης δυσφορίας (δύσπνοια, βάρος στο στήθος, πονοκέφαλοι) και για τον αριθμό 16 και το γράμμα μι.
- Ο Μανώλης Καψής έχει αναγάγει τον στόμφο σε τέχνη. Σε κάθε ερώτηση - τοποθέτησή του, χρωματίζει τη φωνή του λες και απαγγέλλει Αισχύλο απ' το πρωτότυπο. Είναι δε και παγίως οργισμένος. Επίσης δεν έχει απαντηθεί το ερώτημα γιατί ο Μητσικώστας τον σατιρίζει ως όχι ιδιαίτερα οξύνου. Έχει απαντηθεί όμως το ερώτημα των πολιτικών του πεποιθήσεων: ο Μανώλης είναι ιδιαίτερα ΠΑΣΟΚ.
- Κόντρα - κάστιγκ με τον κουστουμαρισμένο και με τα χρωματιστά γυαλάκια Καψή εμφανίστηκε ο Δημήτρης Καμπουράκης: μπλουζάκι ανοιχτό μπροστά να φαίνεται θύσανος η μαύρη τρίχα στο στήθος και ερωτήσεις στους υποψηφίους δημάρχους στον ενικό. Στο επόμενο ντιμπέιτ ο Καμπουράκης θα τρώει και πιττόγυρα με απ' όλα, με τα τζατζίκια να τρέχουν απ΄το στόμα του και να λεκιάζουν το μπλουζί του, ενώ τις ερωτήσεις θα τις υποβάλλει μπουκωμένος και θα τις ολοκληρώνει με ρέψιμο. Αυθεντικότης ούμπερ άλες.
- Όσο για τον Γιώργο Οικονομέα είναι πέραν οποιασδήποτε κριτικής, γιατί περισσότερο από δημοσιογράφος είναι σύμβολο της εποχής. Χρόνια πριν, ένα βράδυ που 'βρεχε - που 'βρεχε μονότονα, εμφανίστηκε ξαφνικά στις οθόνες μας και στην εκπομπή του Τριανταφυλλόπουλου, για να τον καταγγείλει ως παλιός του φίλος, επειδή είχε διαπομπεύσει τον Κορκολή. Είχε μιλήσει τότε για αρχές, για μέσες και για τέλη, για τον εκμαυλισμό της τηλεόρασης, σε αντίθεση με την πτωχή πλην τιμία έντυπη δημοσιογραφία. Να κι ένας που μιλάει απ΄την καρδιά του, σκέφτηκα. Την επόμενη ημέρα τού έδωσαν εκπομπή και από τότε ο Γιώργος δεν έφυγε από κοντά μας, καθώς σε αντίθεση με την οικονομία μας ο Οικονομέας μας ευημερεί. Όλοι όμως κρύβουμε έναν Οικονομέα μέσα μας και είναι πασίγνωστο ότι αν από κάτι τρέφεται το μιντιακό (και όχι μόνο) στάτους κβο, είναι από τους αμφισβητίες του, δια της ενσωματώσεώς τους.

Χαμένο στην Πρόθεση

«Για να φτάσεις στον οργασμό δεν σου χρειάζεται Shakespeare».
Ποιός είπε αυτήν την φράση;
α) Η Στέλλα Μπεζεντάκου ή β) Ο Οδυσσέας Ελύτης;
Η απάντηση είναι προφανής.
Εν αντιθέσει με τον σκοπό αυτού του ποστ, που ψάχνω να τον βρω και δεν τον βρίσκω.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 09, 2006

Μανταρινόδεντρα και Μαρμελαδένιοι Ουρανοί

Tην ιστορία την είχα πρωτακούσει πριν καμιά εικοσαριά χρόνια στο ραδιόφωνο από (ποιόν άλλον;) τον Γιάννη Πετρίδη. Αυτές τις μέρες την διαβάζω και στις εφημερίδες, εξ αφορμής της έκδοσης ενός ακόμη βιβλίου για τους Βeatles. Υποτίθεται λοιπόν, ότι το «Lucy in the Sky with Diamonds» δεν ήθελε να σημάνει τα αρχικά LSD, αλλά ήταν ο τίτλος που είχε δώσει σε μια ζωγραφιά του ο τετράχρονος το 1967 γιος του Λένον, Τζούλιαν. Ο Τζούλιαν είχε ζωγραφίσει, με τον τρόπο που φαίνεται παραπάνω, μια συμμαθήτρια του στο νηπιαγωγείο που την έλεγαν Λούσι.
Ισχυρότερο παραισθησιογόνο από το παιδικό μυαλό δεν υπάρχει.
Δεν βούτηξε μόνο ο Οβελίξ μικρός στο καζάνι με το μαγικό φίλτρο. Κάθε παιδί με το που γεννιέται (ή πιθανότατα ακόμα πιο πριν) βουτά την φαντασία του εκεί, ερμηνεύοντας, χωνεύοντας και ανασυνθέτοντας το θαύμα του κόσμου μέσα από αισθήσεις και παραισθήσεις αξεχώριστα, μέχρι να μεγαλώσει, να χαθεί σταδιακά κάθε επίδραση του φίλτρου, να βλέπει πια τον κόσμο απομαγευμένο και να του γεννηθεί η ανάγκη να τρέξει στον δρυίδη της γειτονιάς του για παρηγοριά και φυγή.

Thank you for product placing

Ως γνωστόν, ο σαρκασμός που δεν εδράζεται στον αυτοσαρκασμό χωλαίνει. Αν η οπτική σου χάνει το ειρωνικό της πρίσμα όταν εξετάζεις τον εαυτό σου, τότε δεν μπορείς να θεωρείσαι αυθεντικός είρων αλλά απλός καλαμπουρτζής. Αν δεν αποδομήσεις πρώτα την δική σου εικόνα, πώς νομίζεις ότι θα αποδομήσεις την εικόνα των άλλων; Αν είσαι αυθεντικός είρων, ακόμα και τις τραγικές στιγμές ευφυολόγημα θα σου έρθει να πεις. Όχι γιατί δεν έχεις επίγνωση της τραγικότητάς τους. Αλλά γιατί έτσι βλέπεις τον κόσμο: λοξά.
Έτσι λοιπόν, οι δημιουργοί της ταινίας «Τhank you for smoking» βρέθηκαν ενώπιον του εξής διλήμματος: έχουμε φτιάξει ένα έργο τίγκα στην ειρωνεία και στον αμοραλισμό. Δείχνουμε ότι το βασικό τάργκετ γκρουπ των καπνοβιομηχανιών είναι οι έφηβοι· καταφέρνοντας να τους κερδίσουν, ανανεώνουν την πελατεία τους και τους έχουν πελάτες για μια ζωή. Δείχνουμε τον εκπρόσωπό τους να πηγαίνει στο χόλυγουντ για να συμφωνήσει για την γκρίζα διαφήμιση των τσιγάρων σε μια ταινία, να συναντιέται με τον γκουρού του «product placement» και να διαπραγματεύεται το πόσα εκατομμύρια δολάρια θα δώσουν οι καπνοβιομηχανίες προκειμένου να καπνίζουν οι πρωταγωνιστές τσιγάρα. Ωραία, τα δείξαμε όλα αυτά. Αλλά εμείς ως ταινία σαρκάζουμε δίχως να αυτοσαρκαστούμε; Πώς να αυτοσαρκαστούμε όμως; Η λύση βρίσκεται: αφού λοιδωρούμε την γκρίζα διαφήμιση με στόχο εφήβους, θα διαφημίσουμε γκρίζα με στόχο εφήβους κι εμείς. Με αυτό τον τρόπο η κριτική μας στο σύστημα γίνεται πιο δομική. Δείχνουμε ότι κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει απ' τα γρανάζια του, ούτε καν εμείς που τα στηλιτεύουμε, άρα κατ' αυτόν τον τρόπο προωθούμε αντί των ψεύτικων ελπίδων την απογοήτευση, που είναι η μόνη ικανή να πυροδοτήσει μελλοντικές εκρήξεις.
Ο δωδεκάχρονος γιος του εκπροσώπου των καπνοβιομηχανιών μπαίνει στο σπίτι του μπαμπά. Στο ψυγείο έχει κόκα κόλα, του λέει ο μπαμπάς. Ο γιος ανοίγει και απολαμβάνει μια παγωμένη κόκα κόλα και ως Οld Boy θα σου συστήσω να κάνεις το ίδιο κι εσύ, γιατί η κόκα κόλα είναι το πιο γαμάτο αναψυκτικό και μου κρατά συντροφιά κάθε φορά που γράφω ποστ.

Κυριακή, Οκτωβρίου 08, 2006

Ο Φωτογράφος

Από παιδάκι το πάθος του Χρήστου ήταν η φωτογραφία. Ονειρευόταν να κάνει το πάθος του τέχνη, αλλά δεν τα κατάφερνε (ή εν πάση περιπτώσει του είπαν ότι δεν τα κατάφερνε) κι έτσι τελικά το έκανε επάγγελμα: γάμοι, βαφτίσεις, φωτογραφίες ταυτότητας, εμφανίσεις φιλμ. Τα πρώτα επαγγελματικά χρόνια το πάθος του σιγόβραζε και δούλευε με μεράκι. Με τον καιρό όμως συνειδητοποίησε ότι μάλλον θα ήταν προτιμότερο να είχε ασχοληθεί με οποιαδήποτε άλλη δουλειά· έτσι τουλάχιστον θα του είχε μείνει το αποκούμπι της φωτογραφίας.
Πάντως η δουλειά του πήγαινε μια χαρά. Μετά τον πρώτο καιρό της δυσκολίας και από τη στιγμή που το μάτι του έπαψε να βλέπει με τρόπο διαφορετικό από των υπολοίπων άρχισε να καθιερώνεται. Έβγαζε λεφτά, συντηρούσε και τον ίδιο και την οικογένειά του, έμενε και κάτι στην άκρη. Σε γενικές γραμμές ήταν καλά. Και μάλιστα μια μέρα είχε μια ιδέα που νεκρανάστησε το πάθος του.
Άρχισε να την στήνει στα δικαστήρια της Ευελπίδων και παρακολουθούσε τα ζευγάρια που έρχονταν να υπογράψουν τα συναινετικά τους διαζύγια. Μετά τους ακολουθούσε έξω από την αίθουσα και τους φωτογράφιζε την ώρα που χαιρετιόντουσαν κι έφευγαν, ο ένας προς τα πάνω κι η άλλη προς τα κάτω ή, αντίθετα, η μία προς τα πάνω κι ο άλλος προς τα κάτω.
Ο Χρήστος, πατημένα πενήντα πια, είναι επαγγελματίας φωτογράφος γάμων και ερασιτέχνης φωτογράφος διαζυγίων.

Δειπνώντας μ΄ ένα τέρας

Επιτρέψτε μου μια πρόποση.
Γεννηθήκατε το 1862 στο Λέστερ και ζήσατε 28 χρόνια. Τα δύο πρώτα φυσιολογικά, τα είκοσι έξι επόμενα παραμορφωμένα. Η αρρώστια σας σπανιότατη. «Σύνδρομο του Πρωτέα» την είπαν τελευταία. Eλάχιστες περιπτώσεις της έχουν καταγραφεί και καμία στην έκταση τη δική σας. Εξάμβλωμα σαν εσάς άλλο δεν υπήρξε. Τζων Μέρικ, είστε η ντροπή του κατ' εικόναν και η ύβρις του καθ' ομοίωσιν. Γι' αυτό θα σας τραβήξω τώρα την κουκούλα, για να ριγήσω απ' την μορφή σας. Δεν εκπλήσσεστε βέβαια. Το freak show ήταν, είναι και θα είναι το πεπρωμένο σας. Στο διηνεκές. Κάτι βαθιά διεστραμμένο μέσα μας, κάνει το βλέμμα μας να κολλάει στο αποτρόπαιο.
Τι διαστάσεις έχει το ανθρώπινο πρόσωπο; Πώς είναι δυνατόν μέσα σε έναν τόσο περιορισμένο χώρο να υπάρχουν τόσα δισεκατομμύρια των δισεκατομμυρίων εκδοχές του; Ποιος είναι ο μέγας γλύπτης; Υπάρχει μεγαλύτερο μυστήριο απ' το πρόσωπο; Τι πήγαν κι έκαναν επάνω στο δικό σας; Ποιος; Γιατί; Χωρίς λόγο; Δεν υπάρχει λόγος για τίποτα;
Και μια και ο λόγος περί μυστηρίων, ποτέ δεν κατάλαβα γιατί ο θάνατος να αποτελεί μυστήριο και ο ύπνος όχι. Εσείς; Ίσως όμως να είναι καλύτερα έτσι: όλες οι θρησκείες διεκδικούν τον μετά θάνατον κόσμο, αφήνοντας τον μετά ύπνον κόσμο στην ησυχία του. Λαχταρούσατε όλοι σας τη ζωή να κοιμηθείτε σαν άνθρωπος, μα πώς να κοιμηθείτε σαν άνθρωπος, εσείς, ο Aνθρωπος–Ελέφαντας. Κοιμόσαστε σχεδόν καθιστός. Μέχρι που μια νύχτα αποφασίσατε να ξαπλώσετε, να γείρετε επιτέλους το κεφάλι, να πλαγιάσετε και οι όγκοι στον λαιμό και στο κεφάλι σας να σπάσουν την τραχεία σας προκαλώντας ασφυξία. Αναζητώντας τον ύπνο βρήκατε τον θάνατο.
Κι έναν αιώνα μετά προσπάθησε να αγοράσει τον σκελετό σας ο Μάικλ Τζάκσον, ο δυστυχέστερος όλων των θνητών, ο άνθρωπος που εν αντιθέσει με σας κατόρθωσε να αλλάξει την μορφή του. Αυτός, το έκτρωμα που γέννησε η κοινωνία, ήθελε να αποκτήσει εσάς, το έκτρωμα που γέννησε η φύση.
Αλλά στον Ινδουϊσμό υπάρχει μια ελεφαντόμορφη Θεότητα, ο Γκανέσα, που συμβολίζει τη σοφία. Ποιος ξέρει, ίσως αν είχατε γεννηθεί στα μέρη του, να σας λάτρευαν ως Θεό.
Ποιος ξέρει πάλι, ίσως αν είχατε γεννηθεί σήμερα, να είσαστε ένας απ΄όλους εμάς τους συγκατοίκους αυτού του παράξενου ξενοδοχείου. Το μέσο μας (τα ιστολόγια) δοξάζει το μέσα και καμουφλάρει το έξω, το μέσο μας φανερώνει, ότι αυτό που είμαστε είναι ο μέσα κόσμος μας κι όχι τα εξωτερικά μας γνωρίσματα, ότι δεν μετρά το τυχαίο της μορφής μας αλλά το αναγκαίο των σκέψεων και των συναισθημάτων μας, κι έτσι πίσω από ένα αγαπημένο ψευδώνυμο, πίσω από λέξεις και εικόνες που αγαπήσαμε, μπορεί να κρύβεται ένας Aνθρωπος-Ελέφαντας ή, λιγότερο δραματικά, κάποιος ή κάποια που δεν ανταποκρίνεται στα τρέχοντα πρότυπα ομορφιάς.
Να πω ότι και να συμβαίνει αυτό δεν έχει σημασία, θα είμαι ψεύτης.
Να πω ότι και να συμβαίνει αυτό δεν έχει τελικά σημασία, θα είμαι αληθινός.
(Κείμενο γραμμένο για το Hotel Memory του Μισέλ Φάις, συνέχεια μιας συζήτησης με τις Σκιές που Μιλάν).

Σάββατο, Οκτωβρίου 07, 2006

Ω Χαρά

Άσε ρε Κλίντον, που έμαθες και το ουμπούντου και πήγες να πουλήσεις μούρη στο συνέδριο των Εργατικών.
Read my lips Bill, μιλούσαμε για το ουμπούντου εδώ,
όταν οι Εργατικοί τρώγαν βαλανίδια
κι η Μόνικα σου ζούλαγε τ' αρχίδια.
Δεύτερο σερί ποστ που έχω ρίξει το επίπεδο στον καμπινέ, αλλά το κάνω επίτηδες, προκειμένου να μην έχω πιο κάτου άλλο σκαλί να κατρακυλήσω πιο βαθιά στου Kαμπινέ τη σκάλα κι έτσι να αιστανθώ να μου φυτρώνουν, ω χαρά! τα φτερά, τα φτερά τα πρώτινά μου τα μεγάλα!

Παρασκευή, Οκτωβρίου 06, 2006

Έκανα!

Δεν έχω πολλά να πω.
Έχω πολλά να κάνω.

Άστε τον να κάνει λάθος

Ο Ότο Ρεχάγκελ παρέλαβε μια εθνική ομάδα από την απόλυτη ανυποληψία και την οδήγησε στην ίσως μεγαλύτερη έκπληξη της ιστορίας του παγκόσμιου αθλητισμού. Αυτό έγινε πριν δύο (2) χρόνια. Αμέσως μετά η ποδοσφαιρική ομοσπονδία της χώρας του έπεσε στα πόδια του ζητώντας του να κοουτσάρει την εθνική Γερμανίας στο μουντιάλ που θα διεξαγόταν στη Γερμανία. Είπε όχι. «Δεν μπορώ να αφήσω την Ελλάδα. Με αγαπάνε και με χρειάζονται εκεί». Ακόμη κι αν συνέτρεχαν και άλλοι λόγοι για αυτή του την απόφαση, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι σημαντικό ρόλο στο να μείνει έπαιξε και το συναισθηματικό κριτήριο (ας προστεθεί δε, ότι σε αντίστροφη περίπτωση, αν δηλαδή είχαμε παρακαλέσει Έλληνα προπονητή να αναλάβει την εθνική και είχε αρνηθεί, θα τον είχαμε βγάλει προδότη).
Ο Ότο Ρεχάγκελ παρέλαβε μια εθνική ομάδα από την απόλυτη ανυποληψία και την οδήγησε στην ίσως μεγαλύτερη έκπληξη της ιστορίας του παγκοσμίου αθλητισμού. Κατά τη δική μου αντίληψη, έχει το αναφαίρετο δικαίωμα να την ξαναγυρίσει πίσω στην απόλυτη ανυποληψία και να την πάει ακόμη πιο κάτω, χωρίς να ακουστεί εις βάρος του κιχ.
Αν αυτό που περιγράφω ονομάζεται ασυλία, τότε ναι, πιστεύω ότι έχει κατακτήσει το δικαίωμα στην ασυλία.
Αυτά σε επίπεδο αρχών.
Σε επίπεδο πραγματικότητας, όποιος θέλει ας ισχυριστεί ότι με κλήσεις άλλων παικτών, άλλη νοοτροπία ή άλλο αγωνιστικό σύστημα, η εθνική Ελλάδας (με το υπάρχον υλικό Ελλήνων ποδοσφαιριστών και με την δεδομένη περιρρέουσα ατμόσφαιρα του ελληνικού ποδοσφαίρου) θα παρουσίαζε ριζικά βελτιωμένη εικόνα.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 05, 2006

Αφίσες των ημερών



Τετάρτη, Οκτωβρίου 04, 2006

Κρίκετ

Για απόπειρα δημιουργίας εντυπώσεων με τη χρήση της λέξης σιδηρογροθιά έκανε λόγο ο υπουργός Δημόσιας Τάξης Βύρων Πολύδωρας, ο οποίος τόνισε ότι ο αστυνομικός στην πορεία των εκπαιδευτικών κρατούσε έναν ορειβατικό κρίκο που υπάρχει στην εξάρτυσή του.
Ωστόσο, όπως είπε ο κ. Πολύδωρας μιλώντας στην Κοινοβουλευτική Ομάδα της ΝΔ για την επέτειο ίδρυσής της, ο εν λόγω αστυνομικός μετακινήθηκε από τις Ομάδες Αποκατάστασης της Τάξης.
Συγκεκριμένα, ο κ. Πολύδωρας ανέφερε: «Λοιπόν, πρώτα-πρώτα δεν είναι σιδηρογροθιά. Με ενδιαφέρει να το διευκρινίσω γιατί η λέξη σιδηρογροθιά φτιάχνει υπονοούμενα, τα οποία αδικούν και το επεισόδιο. Το επεισόδιο δεν το ευλογεί κανένας, αλλά πρόκειται για έναν κρίκο ορειβατικό που τον έχουν ως στοιχείο της εξάρτυσής τους.
»Μετά τη διευκρίνιση αυτή, θέλω να σας πω ότι έγινε αμέσως η μετακίνησή του από την ομάδα των Υ.ΜΕ.Τ. Μας ενδιαφέρει να έχουμε ψύχραιμους ανθρώπους εκεί, δυναμένους να αντιληφθούν την κατάσταση και το περιβάλλον, όπως διαμορφώνεται και φυσικά με σθένος αντιστάσεως».
Ακολούθως τόνισε ότι υπάρχουν οδηγίες να μην έρχονται οι αστυνομικοί σώμα με σώμα με τους διαδηλωτές και έχει δώσει οδηγία όταν επιχειρείται να σπάσει το μπλόκο της αστυνομίας, να γίνεται χρήση χημικών. «Είναι πολύ σαφείς οι οδηγίες, τις τηρούμε, γίνονται και οι εξαιρέσεις και έτσι όσον αφορά το επεισόδιο, η έρευνα περιορίζεται στο αν εγένετο χρήση αυτού του κρίκου και γιατί ευρέθηκε στο χέρι του».
Καταλήγοντας τόνισε: «Όλα θα τα αντιμετωπίσουμε με πνεύμα δικαιοσύνης. Δε θέλουμε ούτε κανιβαλισμούς, ούτε υπερβολές και φυσικά δε θέλουμε και τις αγκιτάτσιες του να λέμε τον κρίκο αυτό που είναι εξάρτημα της στολής ως σιδηρογροθιά, για να γίνονται άλλα υπονοούμενα».
Eν συνεχεία ο υπουργός ζήτησε και προσκόμισαν μπροστά του ένα δάσκαλο και μια δασκάλα. Τον μεν δάσκαλο τον χτύπησε με σιδηρογροθιά, την δε δασκάλα με τον ορειβατικό κρίκο. «Ορίστε, το πρόσωπο του δασκάλου το στραπατσάρισα, ενώ της δασκάλας απλώς της έσπασα την μύτη» αναφώνησε, όταν δημοσιογράφος αναφώνησε «Αίσχος». Τότε -σε μια μελανή ομολογουμένως στιγμή για την πολιτική του ιστορία- ο υπουργός (που είχε ακόμη στα χέρια του την σιδηρογροθιά), συνεπικουρούμενος και από γνωστό συνδικαλιστή αστυνομικό, του επιτέθηκε κι άρχισαν από κοινού να τον χτυπάνε και να τον κλωτσάνε στα πλευρά φωνάζοντας «Die motherfucker, die». Όταν ξεθύμαναν ο Βύρων έφτυσε τον ημιθανή υβριστή του, πέταξε την σιδηρογροθιά, πήρε τον κρίκο και πήγε να παίξει κρίκετ, το οποίο ήταν το εθνικό σπορ των Πακιστανών μέχρι πρότινος, οπότε και πέρασε στη δεύτερη θέση της καρδιάς τους, αφού στην πρώτη έχουν ανέβει ως γνωστόν οι απαγωγές.

Τρίτη, Οκτωβρίου 03, 2006

Ενώπιον της Αρμονίας

Δεν θα μπορούσες να έχεις περισσότερο άδικο, Αλέξη. Όχι μόνο υφίσταται ως ανάμνηση, αλλά είναι και μια ανάμνηση μακράς καύσεως, μια ανάμνηση που με το πέρασμα των χρόνων θα φουντώνει αντί να εκπνέει. Έτσι λειτουργεί η μνήμη, Αλέξη· πετά όλα τα περιττά και κρατά τις στιγμές της βιωμένης ποίησης. Και δεν έχει ανάγκη να εξωραϊσει τίποτα εδώ, δεν έχει ανάγκη να προσδώσει την πλαστή ομορφιά της νοσταλγίας στα όσα παρουσίαζε στο χόρτο ο Λουτσιάν. Απλά θα πετάξει τα περιττά (ότι ήταν αυτοκαταστροφικός και χαράμισε το χάρισμά του), κρατώντας μόνο τις κινήσεις του στο γήπεδο. Αυτές τις λίγες, τις ελάχιστες. Πόσα παιχνίδια να έπαιξε συνολικά; Πόσα λεπτά να αγωνίστηκε συνολικά αυτά τα τρία χρόνια; Κι όμως, κι όταν δεν έπαιζε ζούσες πάντα με την προσμονή του, ρωτούσες με αγωνία αν είναι στον πάγκο, έψαχνες στην εφημερίδα να δεις αν επικαλέστηκε ξανά τραυματισμό.
Περισσότερο από την παρουσία του ο Λουτσιάν μας χάρισε την προσδοκία του κι η προσδοκία είναι το πιο πανάκριβο απ' όλα τα δώρα.
Στην εμμονοληπτική ερώτηση του Θανάση Λάλα «τι θα πει ταλέντο;», μια απάντηση ίσως είναι πως το ταλέντο είναι σαν την ντρίπλα: σε κάνει να ξεφεύγεις από την εκάστοτε σύμβαση του χώρου σου παίρνοντας μια ολότελα απροσδόκητη κατεύθυνση, κατεύθυνση που εμφανίζεται μπροστά στα μάτια σου την κατάλληλη ώρα, κι εσύ την ακολουθείς ωσάν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο, επειδή όντως έρχεται σε σένα εντελώς φυσικά, καθώς πρόκειται για αναπόσπαστο τμήμα της φύσης σου.
Ο Λουτσιάν δεν είχε απλά ταλέντο, δεν ντρίπλαρε απλά, αλλά έκανε κάτι διαφορετικό, περνούσε τους αντιπάλους τους σαν να μην ήταν ποτέ εκεί, σαν να μην αποτελούσαν καν πρόβλημα, γιατί εκείνος με την μπάλα στα πόδια είχε μπροστά του έναν χάρτη που του υπεδείκνυε προς τα πού να κατευθυνθεί.
Προς τα πού να κατευθυνθεί χορεύοντας.
Μιλάω σαν ερωτευμένος γιατί τέτοιος είμαι, γιατί μόνο έρωτας μπορεί να χαρακτηρισθεί αυτό που ένιωθα εγώ, εγώ όπως και τόσοι άλλοι, ένας έρωτας γεμάτος πληγές, γεμάτος ανεκπλήρωτες υποσχέσεις, γεμάτος ήξεις αφίξεις, ένας έρωτας σκωτσέζικο ντουζ, ένας έρωτας πεπρωμένος να μας βασανίσει, να μην μας παραδοθεί, ένας έρωτας - ματαίωση, μα ένας έρωτας που τουλάχιστον, Αλέξη, μας προσέφερε μερικές ανεξίτηλες αναμνήσεις, ένας έρωτας που μας αποκάλυψε έναν άλλο τρόπο κίνησης, μια αρμονία απερίγραπτη με λόγια, μια αρμονία που ξεφεύγει από το ποδόσφαιρο, μια αρμονία που σ΄όλη σου τη ζωή θα εντοπίσεις μόνο σε πέντε μουσικές, τρεις εικόνες, μερικές δεκάδες λέξεις και κάνα - δυο πρόσωπα.
Κι όλα αυτά αν είσαι τυχερός.

Το μυστικό της επιτυχίας τους

Eκπομπή με τους υποψηφίους Δημάρχους Αθηνών χθες βράδυ.
Σκηνή 1η: Ο Αλέξης Τσίπρας καταφέρεται κατά των τηλεστάρ. Ο Τέρενς Κουίκ νιώθει θιγμένος και σε έντονο ύφος υπενθυμίζει στον Τσίπρα ότι τον δείχνει η τηλεόραση, μόνο και μόνο επειδή μια τηλεστάρ (η Στάη) είχε την ευγενή καλοσύνη να τον προσκαλέσει. Κανείς τηλεστάρ δεν είναι υποχρεωμένος να καλεί στην εκπομπή του έναν κάποιο Τσίπρα. Ο Τσίπρας αντιδρά, ο Κουίκ καταλαβαίνει ότι έκανε πατάτα και προσπαθεί να ανασκευάσει. Προσπαθεί να ανασκευάσει γιατί δεν είπε ό,τι είπε από έλλειψη στοιχειώδους δημοκρατικής αντίληψης, αλλά επειδή πάσχει (όπως όλοι οι τηλεστάρ) από την έσχατη μορφή ιδρυματισμού, τον τηλεοπτικό ιδρυματισμό. Έχει ξεχάσει πώς είναι ο έξω κόσμος, έχει ξεχάσει ότι στον εκτός τηλεόραση κόσμο υπάρχει ακόμη εν λειτουργία ένα πολίτευμα που αποκαλείται δημοκρατία και το οποίο θεωρητικά επιβάλλει τηλεοπτικούς κανόνες ισονομίας. Αλλά η επιβολή κανόνων προϋποθέτει εξουσία και ίσως δεν είναι θεμιτό να εξακολουθούμε να ισχυριζόμαστε ότι η τηλεόραση μπορεί να υπάγεται σε εξουσία άλλη από τη διαφημιστική. Η δημοκρατία ας μείνει στις κάλπες της και ας αφήσει τα τηλεοπτικά πλατό ελεύθερα για τους αποκλειστικούς νομείς τους.
Σκηνή 2η: Γίνεται κριτική κατά της σε μεγάλο βαθμό στελέχωσης των ψηφοδελτίων από επωνύμους. Ο Κακλαμάνης ενίσταται: Γιατί μας κατηγορείτε που διαλέγουμε τους επιτυχημένους; Ποιούς θέλετε να διαλέξουμε δηλαδή; Τους αποτυχημένους;
Αποτυχημένε μου αναγνώστη, καλή σου μέρα και καλή δουλειά. Κάνε κουράγιο, στην χειρότερη σε μερικές δεκαετίες η αποτυχία της ζωής σου θα λάβει τέλος. Ως τότε μην ξεχάσεις να ψηφίζεις, να παρακολουθείς και να αγοράζεις μόνο τους επιτυχημένους.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 02, 2006

Η γραμμή






Στo «24» καλοί και κακοί μπορεί να διαφοροποιούνται στους σκοπούς, ταυτίζονται όμως στην αντίληψη ότι οι σκοποί τους αγιάζουν τα μέσα τους: τα βασανιστήρια απενοχοποιούνται και -εμμέσως πλην σαφώς- υμνούνται ως ο αποτελεσματικότερος τρόπος για να φτάσεις στην αλήθεια. Κανείς δεν είναι υπεράνω βασανιστηρίων, εφόσον καταστεί ύποπτος· ούτε καν ο Υπουργός Άμυνας των καλών.
Διαβάζω στα «ΝΕΑ» του περασμένου Σαββάτου, ότι ψηφίστηκε από το αμερικάνικο Κογκρέσο νομοσχέδιο που δίνει το πορτοκαλί φως στη διενέργεια βασανιστηρίων κατά των υπόπτων για τρομοκρατική δράση. Επίσης, σύμφωνα με το νομοσχέδιο, στερείσαι τον φυσικό σου Δικαστή και σε δικάζουν στρατιωτικές επιτροπές, ενώ μπορείς να κρατείσαι επ' αόριστον, αρκεί να χαρακτηριστείς «παράνομος μαχητής του εχθρού», οπότε και μετατρέπεσαι αυτόματα σε πολίτη με στάτους ελαττωμένης προστασίας των ατομικών σου δικαιωμάτων.
Γυρνάω μερικές σελίδες στην ίδια εφημερίδα και διαβάζω κριτική του Πέτρου Τατσόπουλου για το βιβλίο του Τζέφρι Άμποτ «Εγχειρίδιο του Καλού Δήμιου». Ακολουθεί ένα απόσπασμά της: «Να πώς σκοτώνετε έναν άνθρωπο με τη μέθοδο «χίλια κομμάτια», όπως θα σας τη δίδασκε ένας μετρ Κινέζος: «Η μέθοδος τροποποιήθηκε, με τη χρήση ενός μόνο μαχαιριού για τον ακρωτηριασμό του θύματος, που έκοβε ένα κομμάτι κάθε φορά με αυστηρά καθορισμένη σειρά. Τα σαρκώδη μέρη (ψαχνά) - μεριά, γάμπες και μαστοί - έρχονταν πρώτα στη σειρά, και ακολουθούσαν η μύτη, τα αυτιά, τα δάχτυλα των άνω και κάτω άκρων. Χειριζόμενος με μαεστρία το μαχαίρι, ο δήμιος άρχιζε έπειτα να το σέρνει μεθοδικά πάνω στους τένοντες των καρπών και των αστραγάλων, κόβοντας χέρια και πόδια, και κάνοντας το ίδιο στους αγκώνες, στους ώμους και στους γοφούς. Στο τέλος, έστω κι αν το θύμα είχε σχεδόν ξεψυχήσει, τελείωνε το μακέλεμα καρφώνοντας το μαχαίρι στην καρδιά του και αποκεφαλίζοντάς το».
Ο δυτικός νομικός πολιτισμός είχε αφήσει πολύ πίσω παρόμοιες μεθόδους ανάκρισης και κολασμού. Θα χρειαστούν συνεπώς αρκετά ακόμη νομοσχέδια και αρκετά ακόμη χρόνια προκειμένου να επιστρέψουμε ακριβώς εκεί.
Η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον πολιτισμό και την βαρβαρότητα είναι η γραμμή του θαλάμου των βασανιστηρίων.
Θα είμαστε εδώ για να την διαβούμε μαζί και μαζί να την κληροδοτήσουμε στις επόμενες γενιές.

Με Θέα Στον Ωκεανό.

I gotta hold on to my angst. I preserve it because I need it. It keeps me sharp, on the edge, where I gotta be.
I gotta hold on to my angst. I preserve it because I need it. It keeps me sharp, on the edge, where I gotta be.
I gotta hold on to my angst. I preserve it because I need it. It keeps me sharp, on the edge, where I gotta be.
I gotta hold on to my angst. I preserve it because I need it. It keeps me sharp, on the edge, where I gotta be.
I gotta hold on to my angst. I preserve it because I need it. It keeps me sharp, on the edge, where I gotta be.
Έχεις την εντύπωση ότι ο Μάικλ Μαν γυρίζει τις ταινίες του μέσα σε ειδικά φορτισμένο πεδίο· ίσως θα έπρεπε να συνοδεύονται με το σήμα του κεραυνού που λέει «Κίνδυνος». Τα πρόσωπα των ηρώων του κουβαλούν τόσο ηλεκτρισμό πάνω τους που είναι φανερός στις φωτογραφίες ακόμη κι αν δεν έχεις δει τις ταινίες. Κανείς άλλος δεν έχει κινηματογραφήσει το ανδρικό πρόσωπο με τέτοιο τρόπο. Ο Μαν γυρίζει ως άντρας ταινίες με άντρες που απευθύνονται βασικά σε άντρες κι αν ένα σινεμά στον κόσμο μπορεί να θεωρηθεί ανδρικό, αυτό είναι το δικό του. Η κινηματογράφηση, το μοντάζ, οι μουσικές, η φωτογραφία, όλα διαχέουν στην ατμόσφαιρα αρσενικά ιόντα. Η αδρεναλίνη δεν χωράει στην οθόνη, σε ποτίζει και σου μουλιάζει τα ρούχα. Το σινεμά του δεν είναι απλά ατμοσφαιρικό, η ατμόσφαιρα δεν είναι το περιβάλλον του εκάστοτε σεναρίου αλλά ο αληθινός πρωταγωνιστής· ατμόσφαιρα ψυχική που βγαίνει από μέσα και κατακλύζει τους χώρους στους οποίους κινούνται οι ήρωες.
Τι σημαίνει άλλωστε μεγάλος κινηματογραφικός σκηνοθέτης; Να βλέπεις τον κόσμο όπως δεν τον βλέπει κανένας άλλος και να κατορθώνεις να αναπλάθεις αυτόν τον κόσμο στις ταινίες σου όπως κανένας άλλος δεν θα μπορέσει, όσο και να σε μιμηθεί, γιατί ακριβώς φιλμάρεις έναν κόσμο που προϋπάρχει στο μυαλό σου και πουθενά αλλού. Έτσι οι ταινίες του όταν είναι απόλυτα επιτυχημένες μπορεί να σου δίνουν ένα «INSIDER», αλλά ακόμη και όταν μένουν μετεξεταστέες στο περιεχόμενό τους (όπως στο «ΜΙΑΜΙ VICE»), δεν παύουν να σε έχουν μεταφέρει στον δικό του κόσμο, τον αποκλειστικά δικό του.