Τετάρτη, Αυγούστου 31, 2005

Big Blogger

Το “Big Brother” μας έχει αφήσει χρόνους, σε λίγες μέρες ξεκινά η προβολή του "Βig Mother”, ενώ για τον Ιανουάριο του 2006 έχει προγραμματισθεί η έναρξη του "Βig Blogger”, τηλεπαιχνιδιού με το οποίο η ελληνική τηλεόραση θα συστήσει στο ευρύ κοινό τον γενναίο νέο κόσμο των διαδικτυακών ημερολογίων. Η κεντρική ιδέα του σόου θα είναι η ίδια με αυτή των υπόλοιπων ριάλιτι: εγκλεισμός – ιδρυματοποίηση – ασταμάτητη παρακολούθηση – μετατροπή του ιδιωτικού σε δημόσιο – δημιουργία βασιλιάδων για μια νύχτα – αλληλοχαφιεδισμός – διαγωνισμός με τελικό κριτή το κοινό – φλερτ και έρωτες των διαγωνιζομένων – φιλίες και χαβαλές κλπ κλπ. Για τρεις τουλάχιστον μήνες, έξι άντρες, έξι γυναίκες και δώδεκα λάπτοπ θα κλεισθούν στο σπίτι του Μεγάλου Μπλογκερά. Κάθε μέρα ο καθένας τους θα δημοσιεύει ένα ποστ. Οι κανόνες θα είναι αυστηροί. Η καθημερινή δημοσίευση είναι υποχρεωτική, όπως υποχρεωτικός θα είναι και ο περιορισμός σε ένα και και μόνο ποστ. Όλα τα ποστ θα δημοσιεύονται την ίδια ακριβώς ώρα, κάθε βράδυ τα μεσάνυχτα, όταν θα τελειώνει και η εκπομπή. Το κοινό θα μπορεί να επισκέπτεται -κι έτσι να ψηφίζει- τα ιστολόγια που προτιμά. Στο κυριακάτικο live οι διαγωνιζόμενοι θα απαγγέλλουν τα δύο πιο αγαπημένα τους ποστ από τα επτά που έγραψαν μέσα στην βδομάδα. Φυσικά θα υπάρχει εξέδρα με κοινό και κριτική επιτροπή. Η επιτροπή θα αποτελείται από τους Στάθη Τσαγκαρουσιάνο, Αrt Attack, Κική Δημουλά και Εύη Δρούτσα. Σε περίπτωση που δεν καταστεί δυνατό να εξασφαλισθεί η συμμετοχή των δυο ελληνίδων ποιητριών, η παραγωγή έχει stand by τις Κική Δρούτσα και Εύη Δημουλά (τις οποίες βρήκε από τον τηλεφωνικό κατάλογο), παλαιοντολόγο και παλιατζού αντίστοιχα. Αυτά θα είναι τα πάγια μέλη της επιτροπής, ενώ κάθε Κυριακή, ως guest μέλος, θα μετακαλείται από τον άλλο κόσμο ένας διάσημος νεκρός λογοτέχνης. Ήδη έχουν κλεισθεί οι Σταντάλ, Ντοστογιέφσκι, Θερβάντες και Σαπφώ. Έχει γίνει δελεαστική πρόταση και στον Όμηρο, αλλά ερίζουν άλλα έξι σόου για τη συμμετοχή του, που καθίσταται έτσι ακόμη αμφίβολη. Στο τέλος κάθε live θα ανακοινώνεται ο μπλόγκερ που αποχωρεί και ο οποίος θα είναι αυτός που μέσα στην εβδομάδα συγκέντρωσε στο ιστολόγιο του τα λιγότερα «χτυπήματα» από unique visitor. Eπειδή όμως το καθεστώς των unique visitors παραμένει θολό, ο αποχωρών διατηρεί δικαίωμα ενστάσεως η οποία θα εκδικάζεται την επομένη από ειδική επιτροπή εμπειρογνωμόνων του ΟΗΕ. Οι συνεδριάσεις της επιτροπής θα καλύπτονται από τη NOVA. Κάθε Κυριακή βράδυ, οι ιστολόγοι που παρέμειναν στο παιχνίδι επιστρέφοντας στο σπίτι του Μεγάλου Μπλογκερά οφείλουν να γράψουν ειδικό ποστ, με θέμα ποιόν συνάδελφό τους επιλέγουν ως προτεινόμενο για αποχώρηση την επόμενη εβδομάδα. Ο προτεινόμενος έχει το δικαίωμα δημοσίευσης έξι αντί για επτά ποστ και έτσι –όπως είναι εύκολα αντιληπτό- μειώνονται τα πιθανά «χτυπήματα» στο ιστολόγιό του σε σχέση με τους λοιπούς διαγωνιζόμενους. Στο τέλος του σόου οι τρεις πρώτοι νικητές κερδίζουν ένα συμβόλαιο με την “Heaven” για να βγάλουν το πρώτο τους cd ή εναλλακτικά ένα συμβόλαιο για δωρεάν έκδοση βιβλίου από τις εκδόσεις «Ομφαλοσκόπησις». Ειδικά ο πρώτος νικητής, κερδίζει επιπλέον και την δωρεάν συμμετοχή του σε πρόγραμμα απεξάρτησης από το ίντερνετ με τίτλο "Off Line – Getting Your Life Back”. To πρόγραμμα απεξάρτησης θα καλύπτεται τηλεοπτικά κατά την επόμενη σεζόν και το σχετικό σόου θα τιτλοφορείται "Big Junky”.

Τρίτη, Αυγούστου 30, 2005

O Mύθος

Κρατιούνται χέρι – χέρι καθώς θαυμάζουν το διάσημο μνημείο. Τόσο μακριά από την πατρίδα τους, τόσο εντυπωσιακές εικόνες. Δεν σταματούν να φωτογραφίζουν και να βιντεοσκοπούν. Πάντα θα θυμούνται το αυγουστιάτικο αυτό πρωινό, είτε όλα πάνε καλά και παραμείνουν μαζί μέχρι τα γεράματά τους, είτε όχι. Ζουν στιγμές προορισμένες να νοσταλγηθούν. Περπατούν, κοντοστέκονται, παρατηρούν, έχοντας συναίσθηση ότι οι στιγμές αυτές δεν ανήκουν τόσο στο παρόν τους, όσο στην μελλοντική τους νοσταλγία. Με το πέρασμα των χρόνων θα θυμούνται όσα εκείνοι είδαν ή όσα κατέγραψαν οι κάμερές τους; Πόση σημασία έχει; Σημασία έχει ότι είναι εκεί, είναι μαζί, είναι νέοι, είναι ερωτευμένοι, είναι την ώρα αυτή πλήρεις. Και πλήρης νιώθει κανείς ελάχιστες φορές στη ζωή του. Ίσως μετά από χρόνια να ξαναρθούν και να μην κρατιούνται πια χέρι – χέρι, αλλά ο καθένας τους να κρατά απ΄το χέρι κι από ένα τους παιδί. Το μόνο κακό είναι ότι ο ουρανός μάζεψε απότομα σύννεφα, αλλά σιγά το κακό. Αρχίζει να βρέχει και τρέχουν γελώντας να προφυλαχθούν. Βρίσκουν ένα πρόχειρο καταφύγιο, η καταιγίδα δυναμώνει, ευτυχώς έχουν προλάβει και έχουν απολαύσει για ώρες το μεγάλο μνημείο. Μόλις τελειώσει η καταιγίδα είναι καιρός να επιστρέψουν. Το κινητό της κοπέλας την ειδοποιεί ότι έχει μήνυμα. Το πιάνει στα χέρια της. Είναι το πρώτο μήνυμα που δέχεται από τη στιγμή που έφτασαν εδώ. Είναι κατά πάσα πιθανότητα το σήμα του κινητού αυτό που δημιουργεί το ηλεκτρικό πεδίο και προξενεί τον κεραυνό που την χτυπά στο κεφάλι.
Ο φίλος της σωριάζεται κάτω ημιλιπόθυμος. Μόλις συνέρχεται την βλέπει ξαπλωμένη δίπλα του. Προσπαθεί να θυμηθεί τι έγινε. Τα πόδια του είναι μουδιασμένα. Δεν μπορεί ακόμη να σηκωθεί να την πιάσει. Η μνήμη του αρχίζει να επανέρχεται. Βλέπει το κινητό πεσμένο λίγο πιο πέρα. Η μπόρα ήδη κοπάζει. Φωνάζει στην κοπέλα αλλά δεν του αποκρίνεται. Απλώνει τα χέρια του αλλά δεν την φτάνει. Λιπόθυμη θα ‘ναι κι αυτή. Τα μάτια της είναι ανοιχτά. Γιατί; Γιατί ανοιχτά; Τα μάτια της είναι ανοιχτά αλλά δεν τον βλέπουν, προς τα πού να κοιτάνε τώρα, τι να αντικρύζουν τώρα, ήταν τα μάτια της που τον αποσυντόνισαν απ΄ την αρχή, ήταν στα μάτια της που συγχωρούσε όλα της τα λάθη, ήταν στα μάτια της που ένιωθε άντρας όμορφος και δυνατός, ήταν τα μάτια της αυτά που προσδοκούσε να τον κοιτάζουν μια ζωή, ήταν τα μάτια της που δεν θα γερνούσαν ποτέ. Είναι τα μάτια της που τον αποσυντονίζουν και πάλι τώρα. Μάτια άλλα. Μάτια ήδη αλλού. Προσπαθεί να σηκωθεί, μα δεν τα καταφέρνει. Συμβαίνει στ’ αλήθεια αυτή η σκηνή; Είναι στ’ αλήθεια ξαπλωμένη δίπλα του; Η Ιουλιέτα δεν πήρε στ’ αλήθεια το φαρμάκι, η Ιουλιέτα ξύπνησε κι ανέστη, όχι, δεν θα κάνει το λάθος του Ρωμαίου αυτός, αυτός θα περιμένει υπομονετικά, θα την περιμένει να αρχίσει πάλι να κινείται, θα την περιμένει να ξυπνήσει ή ακόμη καλύτερα θα περιμένει να ξυπνήσει εκείνος από αυτό το απαίσιο παραλήρημα που τόσο πειστικά μιμείται την πραγματικότητα. Όσο χρειασθεί. Λεπτά, ώρες ή χρόνια. Φυσικά και δεν θα υποκύψει σ’ αυτήν την τρέλλα, φυσικά και δεν θα την αποδεχθεί, θα προσποιείται ότι πιστεύει πως όντως συνέβη το ανήκουστο μέχρι τη στιγμή που θα διαλυθεί σαν σαπουνόφουσκα η αχρεία φάρσα, που δεν είναι αχρεία αλλά εν τέλει κωμική, κωμική και γελοία μέσα στην απόλυτη αναληθοφάνειά της. Αρχίζει και γελά, γελά με την ψυχή του, αρχίζει επιτέλους και πιάνει το αστείο, φοβήθηκε προς στιγμήν πως τον είχαν καταφέρει, φοβήθηκε προς στιγμήν πως του την έφεραν. Λίγα λεπτά μετά κατορθώνει να κινήσει κάπως τα πόδια του και να συρθεί προς την κοπέλα. Της χαϊδεύει τα μαλλιά ενώ περιμένει να έρθουν να την πάρουν, δεν κοιτά τα μάτια της πια, κόσμος μαζεύτηκε ολόγυρα σωρό, γιατί κλαίνε και ουρλιάζουν, σειρήνες, φορείο, νοσοκόμοι την παίρνουν, γλώσσα άγνωστη μιλούν, φάτσες μυστήριες φορούν, όλοι στο κόλπο είναι, όλοι γελοίοι είναι. Στο αεροπλάνο της επιστροφής η θέση δίπλα του είναι άδεια, οι ώρες του ταξιδιού πολλές ή ίσως και λίγες (δεν μπορεί να καταλάβει τη διαφορά – δεν υπάρχει αυτή η διαφορά παρά μόνο στο μυαλό), η αεροσυνοδός του φέρνει φαγητό, αυτός σηκώνει το γκρι βουτυράκι και το κοιτάζει απλανώς, το κοιτάζει, οι υπόλοιποι επιβάτες έχουν ήδη φάει, η αεροσυνοδός ξανάρχεται για να μαζέψει τους δίσκους, αυτός δεν έχει αγγίξει τίποτα, μόνο κοιτάζει απλανώς το βουτυράκι.
Αύγουστος και στην πόλη, όλα της φταίνε, όλα την ενοχλούν, είναι διαρκώς εκνευρισμένη κι αφηρημένη, ξεκινάει για καφέ, όταν φτάνοντας στ’ αυτοκίνητό της θυμάται ότι έχει ξεχάσει σπίτι το κινητό. Τρεις μέρες τώρα περιμένει εναγωνίως μήνυμα από κάποιον που την φλερτάρει, αλλά αυτό μένει πεισματικά σιωπηλό. Πώς και το ξέχασε; Ίσως δεν ήταν τυχαίο, ίσως μίλησε το υποσυνείδητο της. Όπως και να ‘ναι, καλύτερα έτσι. Αποφασίζει να ελευθερωθεί για λίγο από το κινητό και την κυριαρχία του επάνω της και δεν γυρνά να το πάρει. Ώρες μετά επιστρέφει σπίτι. Βλέπει ότι έχει μήνυμα. Δεν είναι από αυτόν. Είναι η παιδική της, η πιο παλιά της φίλη. Της το είχε στείλει δυο ώρες πριν. Σχέση αγάπης και ζήλειας, τόσες φορές τσακωμένες, άλλες τόσες ξαναμονιασμένες, την λάτρευε και την φθονούσε, πάντα της φίλης της τής πήγαιναν όλα καλά, πάντα εκείνης όχι. Ήταν η φίλη της που σπούδασε αυτό που ήθελε, ήταν η φίλη της που τώρα βρήκε και καλή δουλειά, ήταν η φίλη της που θα παντρευόταν σύντομα, ήταν η φίλη της που ήταν ευτυχισμένη. Ήταν η φίλη της και δεν ήταν εκείνη. Το μήνυμα έλεγε ότι βρισκόταν σε ένα πασίγνωστο μέρος. Ένα μέρος όμως όπου εκείνη πολύ δύσκολα θα πήγαινε ποτέ της. Η ζήλεια σκίρτησε και πάλι μέσα της. Δεν μπορούσε να την χαλιναγωγήσει, λες και είχε δικιά της ζωή, λες και αναπτυσσόταν ανεξάρτητα από τη θέλησή της. Και μετά πάντα την έτρωγαν οι τύψεις. Αγάπη συν ζήλεια ίσον τύψεις έλεγε στον εαυτό της κι η αλήθεια είναι ότι αν την ρωτούσες να σου πει την πρώτη λέξη που της ερχόταν στο μυαλό για την φίλη της, θα σου απαντούσε «τύψεις». Ανέκαθεν τύψεις. Προσπάθησε να απαντήσει δίχως να φανερώσει τα συναισθήματά της: «Δεν το πιστεύω ότι μου στέλνεις μήνυμα από κει !!!». Το έλεγξε, δεν της φάνηκε κακό -μια ευχάριστη έκπληξη φανέρωνε- επέλεξε το όνομα της φίλης της, πήγε να πατήσει την «αποστολή», χτύπησε το σταθερό της, μίλησε για δέκα λεπτά, έκλεισε το τηλέφωνο, θυμήθηκε ότι δεν είχε στείλει το sms, πάτησε το κουμπί και το μήνυμα άρχισε να ταξιδεύει από μια γωνιά του πλανήτη σε μιαν άλλη μακρινή. Ένα μήνυμα άρχισε να ταξιδεύει τον κόσμο, να τρέχει τα μίλια του πολύ πιο γρήγορα από τις ώρες που έκανε η φίλη της και η μικρή της συσκευή. Η τεχνολογία θριαμβεύει, το μήνυμα φτάνει ταχύτατα, η συσκευή ανταποκρίνεται, ο ήχος του ακούγεται σαν ηλεκτρονική καμπάνα, ¨Νέο Μήνυμα", "Νέο Μήνυμα", ποιός είναι, ποιός με ζητά, ποιός, ποιός, who shall I say is calling?
Την ερωτεύθηκε πριν ακόμα γεννηθεί, την ερωτεύθηκε από την ώρα που τη συνέλαβαν μια νύχτα με καταιγίδα στον Ταϋγετο. Οι γονείς της έκαναν έρωτα στην ύπαιθρο κι εκείνος θαμπώθηκε από την λάμψη των ερωτευμένων κορμιών, από την λάμψη της ένωσης και της μάχης των ερωτικών κορμιών. Δεν είχε ξαναδεί ποτέ του τέτοιο θέαμα, νόμιζε ότι εκείνος είναι το πιο εντυπωσιακό φαινόμενο στη φύση, νόμιζε ότι η εκδήλωσή του δεν έχει ταίρι. Την ώρα της εκσπερμάτωσης έπεσε δίπλα τους λέγοντάς τους στη γλώσσα του: «μια μέρα θα ‘ρθω να την πάρω, μια μέρα θα ‘ρθω να την πάρω». Έκτοτε αφιερώθηκε σ΄ αυτήν, την παραμόνευε από τον ουρανό, πίσω από τα σύννεφα, πίσω από την αιθρία, την έβλεπε να έρχεται στον κόσμο, να μπουσουλάει, να κάνει ποδήλατο. Την παρατηρούσε από ψηλά σαν στοργικός κι ανήσυχος πατέρας, σαν ερωτευμένος εραστής, σαν ζηλιάρης σύζυγος, την καμάρωνε και την ποθούσε. Πολλές φορές κρατήθηκε απ’ το να πέσει πρόωρα πάνω της, απ΄ το να μπει πρόωρα μέσα της, απ΄το να μυρίσει τις μυρωδιές της, απ’ το να τη συγκλονίσει με το δικό του ουράνιο μεγαλείο. Έμαθε να αντέχει, τον έτρεφε το πάθος του κι η εμμονοληψία του. Εκείνη μεγάλωνε, πήγε σχολείο, μετά πανεπιστήμιο, μέχρι που ξεκίνησε για το μεγάλο της ταξίδι, για την μακρινή χώρα, για το ιστορικό μνημείο, εκείνος όπως πάντα την ακολουθούσε, όταν ανέλπιστα άκουσε το κάλεσμα, άκουσε το μήνυμα, ένιωσε τη διαφορά ηλεκτρικού δυναμικού να τον γεννά και κατάλαβε ότι ήρθε επιτέλους η ώρα της λύτρωσής του, ότι εκεί ήταν γραπτό να ενωθούν, εκεί ήταν γραπτό να γίνουν ένα αυτός κι εκείνη, ο κεραυνός και η κοπέλα, εκεί να της διαπεράσει το κρανίο, να της φωτίσει την ύστατη στιγμή το νου και με μια υπέρλαμπρη ηλεκτρικοργασμική εκκένωση να γίνουν ένα σώμα, μια ένωση, ένα πλάσμα, ανθρώπος και φυσικό φαινόμενο μαζί, κεραυνάνθρωπος, κεραυνάνθρωπος με χρόνο ζωής ένα δεύτερο. Κι αμέσως μετά, μαζί να πεθάνουν, αλληλένδετοι, αθάνατοι, πανέμορφοι, τρομακτικοί.
Σας βλέπουμε. Το δευτερόλεπτο που σας ανήκει είμαστε εκεί και σας βλέπουμε. Δεν αφήνουμε να μας τυφλώσουν ούτε οι νόμοι της φυσικής, ούτε οι νόμοι της στατιστικής. Ναι, οι κεραυνοί σκοτώνουν ανθρώπους, ναι, υπάρχει εξήγηση, ναι, στατιστικά όσο μικρές κι αν ήταν οι πιθανότητες, δεν έπαυαν να ήταν υπαρκτές και αν δεν ήσουν εσύ, θα ήταν κάποιος άλλος άνθρωπος. Θα παρανομήσουμε όμως, οι νόμοι σας δεν μας φαίνονται σωστοί, θα τους παρακούσουμε προσπαθώντας να βγάλουμε νόημα πίσω και πέρα απ’ αυτούς. Πίσω τους κι ως το «γιατί» τους. Βοήθησέ μας να βγάλουμε νόημα μέσα απ’ τον χαμό σου. Δεν θα φύγεις με γερασμένο σώμα, δυσάρεστη μυρωδιά κι αδύναμο μυαλό, όρθια έφυγες, νέα, όμορφη και μοσχοβολιστή, δεν θα πεθάνεις από τις αρρώστιες των πολλών, απ' τα τροχαία των πολλών, εσύ πέθανες πιο αλλόκοτα απ΄ όλους, πιο ασύλληπτα απ' όλους, πιο εκκωφαντικά απ’ όλους, πιο φωτεινά απ΄όλους. Σε έκαψε ο ουρανός σαν την μητέρα του Θεού της μέθης και της έκστασης, πέθανες σαν την Σεμέλη που προκάλεσε τον Θεό να της δείξει το αληθινό του πρόσωπο. Κι η Σεμέλη μια κοπέλα σαν εσένα ήτανε, γλυκιά μου. Κι όταν χτυπήθηκε από κεραυνό δεν το χώρεσε ο νους τους κι είπαν να φτιάξουν παραμύθι, είπαν να το πουν σαν μύθο κι ο μύθος γέννησε με τη σειρά του νέους μύθους, νέους Θεούς, νέους ήρωες, νέα δάκρυα, νέες σκέψεις, νέες συγκινήσεις, νέα νοήματα.
Θα σε βλέπουμε και θα παλεύουμε για λίγο νόημα, όπως πάλεψες κι εσύ. Γιατί δεν ήταν η συσκευή που τον γέννησε αλλά εσύ, ήταν ο δικός σου ηλεκτρισμός που φόρτισε την ατμόσφαιρα, ήσουν εσύ που ήθελες να κραυγάσεις ότι ο κόσμος μας είναι παράλογος, εσύ που επέλεξες να τον καλέσεις και να γίνετε μαζί φωτιά, ώστε πάντα να θυμόμαστε την παράδοξη φυγή σου και πάντα να διηγούμαστε τον δικό σου μύθο, μήπως κι απ’ αυτόν χωνέψουμε πως το βασικό νόημα του κόσμου μας και της ζωής μας είναι ο παραλογισμός τους.
Είσαι τώρα κάπου αλλού ή έφυγες για πάντα; Μας βλέπεις, μας ακούς; Μήπως κρατάς τώρα απ’ το χέρι την μητέρα του Θεού κι ανταλλάσσετε τις ιστορίες σας; Μήπως επιστρέψεις μια μέρα στη γη σαν κεραυνός; Ή έφυγες για πάντα; Κι αν έφυγες τι ήταν αυτό που ήσουν; Πού πήγε αυτό που ήσουν; Σβήσθηκε; Θα σβησθεί μια μέρα αυτό που είμαστε και μεις; Πώς δεν μας στρίβει; Σε χτυπά κεραυνός. Απ’ όλα τα μέρη του κόσμου, εκεί. Επειδή είχες μήνυμα. Πώς δεν μας στρίβει; Πώς δεν μας στρίβει;

Οι κανόνες του παιχνιδιού

Τραβώντας από τα μαλλιά την συνυποψήφιά σου την ώρα που πάει να παραλάβει το όσκαρ, χυμώντας στον αντίπαλο πολιτικό αρχηγό την στιγμή που κατεβαίνει από το βήμα της Βουλής κι ενώ σε έχει εκμηδενίσει, κοπανώντας με λύσσα την σκακιέρα πάνω σ' αυτόν που σου έκανε ρουά ματ, γρονθοκοπώντας τον κρουπιέρη όταν τραβά κακό φύλλο χαρτί και "καίγεσαι", στραγγαλίζοντας τον πρόεδρο του εχθρικού κράτους μόλις υπογράφεις την ταπεινωτική συνθήκη παράδοσης της χώρας σου, κλωτσώντας τον Τζόλε.

Δευτέρα, Αυγούστου 29, 2005

Ζουμ

Bλέπω DVD, πατάω το ζουμ στο τηλεκοντρόλ, Χ 2 και η εικόνα αρχίζει να μεγαλώνει, Χ 4, καταλαμβάνει όλη την οθόνη, Χ 8, βγαίνει έξω απ' αυτήν και καλύπτει το κομοδίνο και τον μισό τοίχο, Χ 16 και η εικόνα είναι πλέον σ' όλο το δωμάτιο και 'γω μέσα σ' αυτήν, Χ 32, όλο το διαμέρισμα μια εικόνα, μια εικόνα που κινείται, a moving picture, a movie, μια ταινία διαδραματίζεται στο διαμέρισμα, Χ 64 και τώρα σ' όλη την πολυκατοικία, Χ 128, σε όλο το τετράγωνο, Χ 256, Χ 512, Χ 1.024, καταπίνει τα πάντα στο πέρασμά της κι όλη η γειτονιά έχει καταληφθεί απ΄αυτήν, Χ 2.048, Χ 4.096, Χ 8.192, Χ 16.384, τα αεροπλάνα που πετούν πάνω από την Αθήνα βλέπουν μια τεράστια ταινία να ζει και να εξελίσσεται στην θέση της, χ 32.768, Χ 65.536, Χ 131.072, ο ουρανός σιγά σιγά γεμίζει, πατώ ασταμάτητα ένα κουμπί και οι εικόνες ανεβαίνουν έξω από την ατμόσφαιρα, Χ 262.144, Χ 524.288, Χ 1.048.576, οι κινούμενες εικόνες πλημμυρίζουν το διάστημα και βάζουν πλώρη για τον ήλιο, Χ 2.097.152, Χ 4.194.304, πατώ ένα κουμπί κι όλη η πλάση θα γίνει σινεμά, όλη η πλάση θα γίνει σινεμά.

Σάββατο, Αυγούστου 27, 2005

Tαινίες εποχής

Είδα χθες την ''Sylvia" -ταινία για τη ζωή της ποιήτριας Σύλβια Πλαθ η οποία διαδραματίζεται στα τέλη της δεκαετίας του '50 και τις αρχές του '60- με μιαν κρυφή ελπίδα ότι δεν θα πάσχει κι αυτή από τη "νόσο των ταινιών εποχής". Το λάθος ήταν καθαρά δικό μου βέβαια, επειδή ονειροβατώ και εξακολουθώ να τρέφω τέτοιες ελπίδες, αρνούμενος να δεχθώ την σκληρή πραγματικότητα που λέει ότι η συντριπτική πλειοψηφία των έργων εποχής είναι φορέας της νόσου. Σύμφωνα με τα σχετικά λεξικά ο ορισμός της νόσου είναι πάνω - κάτω ο εξής: "Η άρνηση των σκηνοθετών ταινιών που διαδραματίζονται σε παλιότερα χρόνια να ενσωματώσουν στο έργο τις σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις, εις το όνομα μιας κακώς νοούμενης αυθεντικής αναπαράστασης της περιόδου και των αληθινών συνθηκών ζωής των ηρώων".
Τρία τρανταχτά παραδείγματα από τη "Sylvia", τα οποία καταδεικνύουν ότι η νόσος οδηγεί σε λύσεις εξόχως παράλογες, αντιδραματουργικές και εις βάρος της φυσικής ροής και της αληθοφάνειας της πλοκής:
- Η ηρωίδα σε όλο το έργο επιμένει να γράφει σε γραφομηχανή, ωσάν να μην υπάρχουν κομπιούτερ και επεξεργαστές κειμένων. Αποτέλεσμα; Σκίζει διαρκώς χαρτιά, κάνει διαρκώς μουτζούρες, δεν έχει αρχείο των ποιημάτων της ώστε να μπορεί ανά πάσα στιγμή να τα δουλεύει κλπ κλπ. Τα αυτά ισχύουν και για τον επίσης ποιητή σύζυγό της. Εννοείται βέβαια ότι η χρησιμοποίηση γραφομηχανών όχι ως εκδήλωση της νόσου αλλά ως -και καλά- ποιητική επιλογή (για να ακούν τον καλπασμό των πλήκτρων στο χαρτί, να έχουν σωματική επαφή με το χαρτί και λοιπές αρλουμπολογίες) δεν πείθει ούτε τρίχρονο.
- Σε μια κρίσιμη φάση του έργου η Σύλβια υποπτεύεται ότι, ενώ ο άντρας της τρώει και πίνει στην κοινή ποιητική τους οικία, αλλού πάει και τον δίνει. Τηλεφωνεί λοιπόν στο BBC ψάχνοντας την δημοσιογράφο που είναι η πιθανή λήπτρια αυτού που δίνει ο σύζυγος. Αρχίζει και ρωτάει τις γραμματείς αν είναι εκεί η κυρία τάδε, τι ώρα έφυγε η κυρία τάδε, αν έφυγε μόνη της ή με έναν ποιητή, με αποτέλεσμα να εξευτελίζεται και να έρχεται σε εξαιρετικά δυσάρεστη θέση, ωσάν να μην έχει την οικονομική δυνατότητα ο χάζμπαντ να έχει ένα κινητό, έστω και παλιό, έστω και μπακατέλα.
- Προς το τέλος της ταινίας η Σύλβια χτυπά μαύρα μεσάνυχτα την πόρτα του γείτονά της για να του ζητήσει γραμματόσημο! Ο άνθρωπος φυσικά κοιμόταν και αγουροξυπνά. Έστω λοιπόν ότι η Σύλβια δεν χρησιμοποιούσε υπολογιστή για τα ποιήματα, ως στάση ζωής. Είναι δυνατόν να μην στέλνει και μέιλ ως στάση ζωής; Και εκεί θα το ανάγουμε στην μαγεία της παραδοσιακής αλληλογραφίας; Ας είμαστε στοιχειωδώς σοβαροί. Και σε αυτήν την περίπτωση το φιλμ στρουθοκαμηλίζει και φέρεται ωσάν να μην έχει ανακαλυφθεί το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο.
Δείξαμε λοιπόν αμέσως - αμέσως ότι η νόσος οδηγεί σε εντελώς παράλογες δραματουργικές λύσεις: Λογοτέχνες που δεν χρησιμοποιούν ένα βασικό εργαλείο για την εργασία τους, μια ζηλιάρα σύζυγος που επιτρέπει στον άντρα της να μην έχει κινητό και έτσι δεν μπορεί να τον ελέγχει και ξεφτιλίζεται σε εγνωσμένου κύρους ειδησεογραφικούς οργανισμούς, γείτονες που ξυπνούν μέσα στη νύχτα. Εκείνο που πραγματικά είναι ακατανόητο είναι ότι οι άνθρωποι του σινεμά νομίζουν ότι δεν έχουμε τις πληροφορίες για το πότε γυρίστηκε το κάθε έργο, νομίζουν ότι αγνοούμε ότι η "Sylvia" είναι περσινή. Αλλά και καθαρά καλλιτεχνικά, κύριε μαλάκα, αν θες να μας μεταφέρεις πιστά ποιά ήταν η ποιήτρια, στην ψυχή της θα κοιτάξεις και στα λόγια της, όχι στα τεχνολογικά μαραφέτια που την περιστοιχίζουν.
Το "suspension of disbelief" - η αναστολή της δυσπιστίας έχει τα όρια του, κύριοι. Αν το 1960 η Σύλβια Πλαθ έγραφε σε γραφομηχανή, μην περιμένετε να καταπιούμε ότι το 2004 η Γκουίνεθ Πάλτροου, υποδυόμενη την Σύλβια Πλαθ, δεν θα γράφει σε λάπτοπ.

Παρασκευή, Αυγούστου 26, 2005

Το τραγούδι του Σαντάμ

Δυο συνεχόμενα βράδια, Δευτέρα και Τρίτη, βρέθηκα σε εξέδρες. Τη Δευτέρα στον Βύρωνα είδα την συναυλία του Μικρούτσικου με βάση τον "Σταυρό του Νότου" και την Τρίτη στην Καλογρέζα είδα την ομάδα μου. Οι φανατικοί μελετητές και αποκρυπτογράφοι του ιστολογίου αυτού θα θυμούνται βέβαια –δεν ξεχνιούνται κι εύκολα άλλωστε- ότι κατά το παρελθόν έχω γράψει μνημειώδη post τόσο για τα τραγούδια αυτά, όσο και για την σημειολογία της ποδοσφαιρικής εξέδρας. Σήμερα θα συνεχίσουμε αυτήν την τόσο σαγηνευτική περιπέτεια της σκέψης, μιλώντας λίγο για τις τελευταίες ημέρες δόξας του Σαντάμ Χουσεϊν. Βρισκόμαστε στο 2003, λίγο πριν την εισβολή στο Ιράκ –συγγνώμη, την απελευθέρωση του Ιράκ- από τους Αμερικάνους και τις λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις. Η ιρακινή τηλεόραση προβάλλει προπαγανδιστικό υλικό, σε μια προσπάθεια να δείξει κατ’αρχήν στην ιρακινή και εν συνεχεία στην παγκόσμια κοινή γνώμη, ότι ο ιρακινός λαός λατρεύει τον αρχηγό του κι έχει ηθικόν α-κμαι-ό-τα-τον. Μας μεταφέρει λοιπόν σ’ έναν μικρό συναυλιακό χώρο, με σκηνή και μια κατάμεστη αμφιθεατρική εξέδρα, όπου παίζεται το γνωστό χιτ «Ηγέτη μας, ηγέτη μας δεν θα σ’ εγκαταλείψουμε». Όταν είδα στην τηλεόραση την εικόνα της εκτέλεσης αυτού του τραγουδιού συνειδητοποίησα ότι ταράχτηκα, ότι έπαθα ένα μικρό σοκ. Έβλεπα μια εικόνα ασυνήθιστη, μια εικόνα που με ξεβόλευε, μια εικόνα που δεν μπορούσα να την ταξινομήσω άμεσα. Η εικόνα αυτή μου έμεινε και την θυμάμαι ακόμα. Δεν ξέρω αν θυμάμαι ακόμα εικόνες του πολέμου που επακολούθησε λίγο αργότερα. Συνεπώς δεν ξέρω αν τελικά με σοκάρισαν οι εικόνες των σφαγών όσο η εικόνα του τραγουδιού. Οι κινηματογραφικές αναπαράστασεις τόσων και τόσων πολέμων μας έχουν εξοικειώσει με το θέαμα. Όταν ένα κανάλι δείχνει μια πολεμική ταινία και με μια ανεπαίσθητη κίνηση του δακτύλου σου πάνω στο τηλεκοντρόλ, η εικόνα της τηλεοπτικής συσκευής αυτόματα αλλάζει και δείχνει με τους ίδιους ακριβώς όρους, με τις ίδιες ακριβώς συνθήκες, πραγματικούς νεκρούς, τα όρια μεταξύ αληθινού και εικονικού, πραγματικότητας και αναπαράστασης είναι πλέον πολύ ρευστά στη συνείδηση του καθενός μας. Εξακολουθούμε να γνωρίζουμε τι είναι αληθινό και τι όχι, ωστόσο προσπερνάμε και αφομοιώνουμε τις εικόνες αυτές, χωρίς να έχουν μέσα μας την επίδραση που θα έπρεπε, καθώς η θεαματικότητα της βίας και του αίματος αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του τρέχοντος δυτικού πολιτισμού. Η εικόνα του τραγουδιού όμως διέφερε και ως εκ τούτου έμεινε.
Διέφερε στο εξής: η κουλτούρα της Μέσης Ανατολής μπολιασμένη με την κουλτούρα μιας προσωπολατρικής δικτατορίας παρουσίασαν ένα τραγούδι στο οποίο είχε καταργηθεί η θεμελιώδης στον δυτικό πολιτισμό αξία του θεάματος, σύμφωνα με την οποία ο καλλιτέχνης παρουσιάζει το θέαμα στο κοινό, στους θεατές. Ακόμη και στις συναυλίες που το κοινό έρχεται στο κέφι και τραγουδά, κάνει απλώς σεγόντο στον αστραφτερό τραγουδιστή που είναι στραμμένος προς αυτό. Στο τραγούδι του Σαντάμ δεν είχαμε συγκέντρωση σε ένα θέατρο ή σε ένα συναυλιακό χώρο, όπου συντελείται μια παράσταση την οποία θα παρακολουθήσει ο παθητικός θεατής. Στο τραγούδι του Σαντάμ η εξέδρα ήταν γεμάτη, αλλά ο κόσμος δεν την είχε γεμίσει για να παρακολουθήσει ένα θέαμα. Κανείς δεν ήταν στραμμένος προς αυτούς. Η εξέδρα ήταν ο συλλογικός καλλιτέχνης, η αντιπροσωπεία του Ιρακινού λαού που τραγουδούσε «Ηγέτη μας, ηγέτη μας, δεν θα σ’ εγκαταλείψουμε». Δεν επρόκειτο δε για τη συνήθη δυτική εξέδρα, όπου ο κάθε θεατής παρίσταται ως άτομο, φορά τα ρούχα του και παραμένει διαφορετικός από τους άλλους. Ακόμη και στις ποδοσφαιρικές εξέδρες δεν φορούν όλοι κασκώλ και χρώματα της ομάδας τους. Η ατομικότητα του θεατή του δυτικού πολιτισμού διασώζεται στο πολύχρωμο της εξέδρας του. Η ιρακινή εξέδρα αντίθετα ήταν χωρισμένη σε τμήματα, σε διαζώματα, με τρόπο τέτοιο, ώστε ιδωμένη εξ αποστάσεως δημιουργούσε ένα ψηφιδωτό. Σε ένα διάζωμα βεδουίνοι, σε άλλο διάζωμα γυναίκες με κίτρινα ρούχα, σε άλλο στρατιωτικοί, σε άλλο γραβατωμένοι αξιωματούχοι. Κάθε διάζωμα έλεγε το δικό του κουπλέ και μετά όλοι μαζί, όλες οι κάστες, οι φυλές, τα στρώματα της ιρακινής κοινωνίας υμνούσαν τον ηγέτη τους. Έτσι στην εξέδρα αυτή δεν είσαι ο Χασάν ή η Νισρίν, αλλά ο εκπρόσωπος μιας ευρύτερης κοινωνικής ομάδας. Μπροστά - μπροστά, όρθιοι, αλλά με πλάτη πάντα προς την εξέδρα, τμήμα αυτής, οι αρχιτραγουδιστές, ο ένας με στρατιωτική στολή, ο άλλος με κουστούμι. Από το θέαμα, από την παράσταση με τον καλλιτέχνη – σταρ που η ατομικότητά του λάμπει και επιβάλλεται προς την εξέδρα των θεατών που παρακολουθούν παθητικά, αλλά παραμένουν άτομα, από τον Μικρούτσικο και τον Κονσεϊσάο επί σκηνής κι εμένα στην εξέδρα να τους παρακολουθώ, να τους θαυμάζω, να τους χειροκροτώ και να τους αποθεώνω, στο συλλογικό ύμνο προς τον ηγέτη - σταρ που η ατομικότητά του, δια της βίας και της πλύσης εγκεφάλου, λάμπει και επιβάλλεται προς την εξέδρα των ιρακινών πολιτών που τραγουδούν ενεργητικά, αλλά αποπροσωποποιημένα, ως οργανικά μέλη μιας κοινωνικής ομάδας.

Πέμπτη, Αυγούστου 25, 2005

Πανελλήνιες

Ανακοινώθηκαν οι βάσεις για τις Πανελλήνιες. Ευλογημένα όμως δεν είναι τα παιδιά που πανηγυρίζουν τρισευτυχισμένα σήμερα, αλλά τα παιδιά που στην ηλικία των 17 και των 18 τους γνωρίζουν στ' αλήθεια τί δουλειά θέλουν να κάνουν στη ζωή τους. Πώς το ξέρουν από τόσο νωρίς; Δεν θα ήταν καλύτερο να δηλώνουμε σχολές στα 25 μας; Γιατί να είναι πάντα όλα μπερδεμένα; Όλοι αυτοί που "ξέρουν τι θέλουν", πού ακριβώς το έμαθαν;

Έχει τους νόμους της αυτή η ιστορία

Το πρόβλημά μου δεν είναι ο Κουρής. Η απέχθεια που διαχρονικά μου προξενεί ως πολιτικό και αισθητικό φαινόμενο είναι τεραστίων διαστάσεων, αλλά το πρόβλημά μου δεν είναι ο Κουρής.
Το πρόβλημά μου δεν είναι ο Κοντομηνάς. Δεν ξέρω αν οι καταγγελίες εις βάρος του έχουν βάση, μπορεί και να μην έχουν, ξέρω όμως ότι στο αποψινό δελτίο ειδήσεων του Αlpha έπαιζαν επί ένα τέταρτο την ομιλία του στην Ιnteramerican, όπου απαντούσε στις κατηγορίες του Κουρή. Παρά ταύτα το πρόβλημά μου δεν είναι ο Κοντομηνάς.
Το πρόβλημά μου είναι ο Χατζηνικολάου. Γενικός δερβέναγας του καναλιού στον τομέα των ειδήσεων και επιτρέπει την μετατροπή του κεντρικού δελτίου του σταθμού σε δελτίο τύπου του ιδιοκτήτη του. Η συχνότητα δεν έχει παραχωρηθεί στον Αlpha για να διεξάγει τους προσωπικούς επιχειρηματικούς του πολέμους ο Κοντομηνάς. Έστω κι αν βρίσκεται εν αμύνη. Κι ενώ βρισκόμαστε στο δεκάλεπτο του "ρεπορτάζ" για την ομιλία του μεγάλου αφεντικού και κάνω αυτές τις σκέψεις για τον Χατζηνικολάου, ξαφνικά τον βλέπω να παρευρίσκεται κι ο ίδιος ως Very Important Kολαούζος στη συνέλευση της Ιnteramerican. To μεγάλο αφεντικό τον ευχαριστεί για την παρουσία του και το πόπολο των υπαλλήλων της ασφαλιστικής χειροκροτεί. Άρα ο εθνικός μας τηλεδημοσιογράφος δεν επέτρεψε απλώς το δεκαπεντάλεπτο ρεπορτάζ, αλλά το νομιμοποίησε και με την αυτοπρόσωπη παρουσία του στο πλευρό του εργοδότη του. Ο άνθρωπος αυτός όμως υποτίθεται ότι δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του, υποτίθεται ότι είναι υπεράνω, υποτίθεται ότι είναι η φωνή της αντικειμενικότητας και της εγκυρότητας.
Είναι κάπως σαν τον Νικοπολίδη στον Ολυμπιακό. Θα σε πληρώσουμε κύριε Αντώνη μας, αλλά δεν θα σε αποκτήσουμε μόνο ως ποδοσφαιριστή. Δεν αγοράζουμε μόνο τις υπηρεσίες σου. Σε αγοράζουμε ως άνθρωπο, ως σύνολο, ως σύμβολο, μας ανήκεις πλέον, θα τα ξεπουλήσεις όλα, θα αρνηθείς το παρελθόν σου, θα γραφτείς και μέλος στον Ολυμπιακό και θα χαριεντίζεσαι με αυτούς που σου πέταγαν κοτρώνες και κροτίδες.
Έτσι είναι κύριε Χατζηνικολάου. Θα σε πληρώσουμε κύριε Νίκο μας, αλλά δεν θα σε αποκτήσουμε μόνο ως δημοσιογράφο. Δεν αγοράζουμε μόνο τις υπηρεσίες σου. Σε αγοράζουμε ως άνθρωπο, ως σύνολο, ως σύμβολο κι αν στην στραβή μας χρειαστεί να σταθείς συμβολικά δίπλα μας, θα σταθείς και θα πεις κι ένα τραγούδι. Τραγούδι κύρους συμβολικό.
Εννοείται φυσικά ότι σε κάθε αγοραπωλησία δυο είναι οι συμβαλλόμενοι. Και ο Νικοπολίδης και ο Χατζηνικολάου θα μπορούσαν να έχουν αρνηθεί να παραχωρήσουν οτιδήποτε άλλο πέραν των υπηρεσιών τους. Αυτές οι αρνήσεις όμως έχουν κι ένα μικρό κόστος. Μικρό. Άσε που μακροπρόθεσμα το μικρό αυτό κόστος είναι πολύ πιθανό να τους έβγαινε και σε καλό. Αλλά φαίνεται δεν είναι εποχές για κόστη αυτές. Μεγάλα, μεσαία ή μικρά.

Τετάρτη, Αυγούστου 24, 2005

Περιμένοντας τον Γκοντό

Yπάρχουν και φορές που κάθομαι ώρα μπροστά στον υπολογιστή χωρίς ούτε να γράφω ούτε να διαβάζω κάτι, περιμένοντας μπας και μου κατέβει κάποια ιδέα που θα την θεωρήσω αξιόλογη. Θυμάμαι τότε ότι μικρός υπήρχαν φορές που καθόμουν ώρα στην λεκάνη χωρίς να κάνω κάτι, περιμένοντας μπας και κάνω κάτι. Θυμάμαι τον πατέρα μου να μου χτυπάει την πόρτα και να με ρωτάει γιατί αργώ τόσο. "Δεν μου 'ρχονται", του απαντούσα.
Αν ήταν η έμπνευση σκατό,
θα 'παιρνα καθαρτικό.

"Δεν δέχομαι άντρες αγόρι μου"

Όντας εκ φύσεως καχύποπτος , ομολογώ ότι είμαι αρκετά επιφυλακτικός ως προς την αξιοπιστία των καφεμαντισσών. Ας μου συγχωρεθεί ο κυνισμός, αλλά έχω την υπόνοια ότι μερικές από αυτές μπορεί και να μην έχουν όντως το Χάρισμα. Η δυσπιστία μου επεκτείνεται και στους τηλεοπτικούς ταρορίχτες - αριθμομάντες - αστρολόγους. Σπανίως τους τηλεφωνώ κι όταν το κάνω δεν είναι τόσο γιατί παίρνω κατά λέξη τις συμβουλές τους, όσο γιατί θέλω να ακούω την φωνή μου στην τηλεόραση. Βγαίνω συνήθως τις μικρές ώρες των σοφτ πορνό του Αlter. Kάνω ζάπιγκ και μια ακούω την φωνή μου, μια βλέπω ένα κοριτσούδι να βογγάει, ζαπάρω αλληλοδιαδοχικά και ταχύτατα συνδυάζοντας στο μυαλό μου τις δύο εικόνες μέχρι που όλα στο μυαλό μου γίνονται ένα και κλείνω το ακουστικό στον εμβρόντητο Χορταρέα. Επειδή όμως οι γενικεύσεις μυρίζουν φασισμό, πρέπει να πω ότι υπάρχουν και πολλοί τηλεμάντεις που διακονούν με μεράκι και γνώσεις την εν ευρεία εννοία οιωνοσκοπική, η οποία έχει άλλωστε λαμπρή -αν και υποτιμημένη- παράδοση στα αγιασμένα χώματα της λατρεμένης μας πατρίδας. Λέω υποτιμημένη γιατί δεν έχω δει πουθενά ούτε κάποιον ανδριάντα, ούτε καν μια οδό Κάλχα ή μια λεωφόρο Τειρεσία, προς τιμήν των σκαπανέων εκείνων. Βλέποντας λοιπόν προχθές κολλημένη σε μια κολώνα την σεμνή διαφήμιση της φωτογραφίας κάτι μέσα μου σκίρτησε. Δεν είχα επισκεφθεί ποτέ Μικρασιάτισσα καφεμάντισσα. Ζουν δύσκολες ώρες τα εκ Μικράς Ασίας αδέλφια μας, επισκέπτομαι συχνά τους καταυλισμούς τους, η καταστροφή που πάθαμε ήταν μεγάλη και η εκτέλεση των εξ μικρή μόνο παρηγοριά μου προσέφερε. Αποφάσισα λοιπόν να της τηλεφωνήσω και για να την βοηθήσω αλλά και για να βοηθηθώ, αφού και η τιμή θα ήταν έκπληξη και οι αποφάνσεις της για το ριζικό μου θα είχαν έντονη οσμή Ανατολής. Σχημάτισα το νούμερο αποφασισμένος να το παζαρέψω, ζητώντας της την άδεια να φέρω δικό μου καφέ, καθώς αν χρέωνε πέραν της μαντείας και τον καφέ, μπορεί να ξεφεύγαμε πολύ στην τελική τιμολόγηση. Δεν πρόλαβα. Μόλις της είπα ότι είδα το τηλέφωνό της στην κολώνα με άδειασε λέγοντας μου "Δεν δέχομαι άντρες, αγόρι μου". Στο εύλογο "γιατί" μου εισέπραξα ένα αποστομωτικό "γιατί έτσι". Βρισκόμαστε στο 2005, κυρία μου, όμως και έχω ιστολόγιο, έχω ένα χώρο ελεύθερης προσωπικής έκφρασης, ένα βήμα από το οποίο μπορώ να στηλιτεύσω την σεξιστική και αντισυνταγματική σου στάση. Ρώτησα δικηγόρο εγώ και μου είπε ότι το σχετικό ατομικό μου δικαίωμα δεν με προστατεύει μόνο έναντι του κράτους αλλά τριτενεργεί και απέναντί σου, συνεπώς δεν μπορείς να κάνεις διακρίσεις βάσει του φύλου. Για να συνέλθουν λίγο οι καφεμάντισσες και να καταλάβουν σε ποιά εποχή ζούμε. Τα κορόιδα πέθαναν (από την ίδια νόσο που κατέληξε πλήρης ημερών και ο Τσάμπας).

Τρίτη, Αυγούστου 23, 2005

Ο Γουίλλυ

Ο Γουίλλυ ο γάβρος σουβλατζής από το Κορωπί,
όταν απ' τη βάρδια του τη βραδυνή σχολούσε,
στην κάμαρα μου ερχότανε γελώντας να με βρει
κι ώρες πολλές για πράγματα περίεργα μου μιλούσε.

Μου 'λεγε για την αλλόκοτη των γάβρων την φυλή
που η ομάδα τους είναι γι' αυτούς κάτι σαν άσπρη σκόνη
κι όλο φωνάζουνε κι όλο μονολογούν,
όταν η ζάλη μ' όνειρα επτάρας τους κυκλώνει.

Μου 'λεγε ακόμα ότ' είδε αυτός μια νύχτα που 'χε πιεί,
πως άνθρωπο εγκυμονεί σαν σερνικιά Μαντόνα
και γιο θα κάνει άμεσα στον θρύλο να γραφτεί,
όπως ήδη έκαναν Πελέ και Μαραντόνα.

Εγώ "Derby" του χάριζα και λάμες ξουραφιών
και του 'λεγα πως ο "Πρωταθλητής" τον νου του τον χυλώνει
και τότε αυτός συνήθιζε γελώντας τρανταχτά
τον πρόεδρο, τον Κόκκαλη, πολύ να καμαρώνει.

Μες στο τεράστιο σώμα του είχε ένα αθώο παιδί
που κάποια νυχτιά θαυματουργή συνέλαβε αμώμως.
Όλα τα θαύματα μπορούν να γίνουν στη ζωή,
όχι ευρωπαϊκό διπλό του θρύλου, όμως.

Μια μέρα τον αντίκρυσα στεγνό απ' τον τοκετό,
πέρα στον Άπω Πειραιά να έχει γιο γεννήσει.
Θεέ των γάβρων, τον Τζούνιορ ευλόγησε Γουίλ
και βοήθα την ομάδα σας κάποτε να κερδίσει.

Δευτέρα, Αυγούστου 22, 2005

Να φοβηθώ με επιφύλαξη;

Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου φοβάμαι τα σκυλιά. Πιο παλιά δεν θυμάμαι. Προσπαθώ δηλαδή να θυμηθώ, αλλά δεν. Μικρός προέβαινα σε πανηγυρικές ακρότητες πανικού όταν συνυπήρχα μέσα στο ίδιο τετραγωνικό μίλι με σκυλί, μεγαλώνοντας συμμαζεύτηκα λίγο. Τέλος πάντων, πλάτιασα και κούρασα τον αναγνώστη μου. Μια απορία να εκφράσω μόνο: όλοι εμείς που φοβόμαστε τα σκυλιά και δη τα κοπρόσκυλα, τώρα πρέπει να φοβόμαστε και τα κλωνόσκυλα; Θα βάλουμε δηλαδή κι άλλο μπελά στο κεφάλι μας; Ή είναι πιο σωστό, πιο αρμονικό και πιο φυσικό ούτως ειπείν, τα κλωνόσκυλα να τρομάζουν μόνο τους κλώνους μας; Η βιοηθική τι απαντήσεις δίνει σ' αυτά τα ερωτήματα; Και μέχρι να απαντηθούν εγώ τι να κάνω; Να φοβηθώ, να σταθώ ατρόμητος μπροστά στο πρώτο κλωνόσκυλο που θα συναντήσω, να φοβηθώ με την επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματός μου, τι; Είμαι μετέωρος, μπερδεμένος, ζούμε σε περίεργους καιρούς, εκφράζω την αγωνία του μέσου εικοστοπρωτοαιωνίτη, είναι κραυγή βοήθειας αυτό το ποστ, δεν είναι αστείο, υποδόρια κρύβει πόνο μέσα από τον σε πρώτο επίπεδο ανάγνωσης χαβαλέ του, διάβασέ το με προσοχή αναγνώστη, σε παρακαλώ, μην το ξεπερνάς, θίγει ζέοντα προβλήματα, αλλάζει ο κόσμος, η φύση, το σύμπαν, τα πάντα, αντιστάσου αναγνώστη, στο περνώ το μήνυμα μέσω της πλάκας, μήπως έτσι και καταλάβεις, κλωνοποίησαν σκύλο αναγνώστη και στη συνέχεια έρχεται η σειρά σου και μετά θα μπαίνεις κι εσύ κι ο κλώνος σου στο μπλογκ μου, μόνο σε παρακαλώ όχι από το ίδιο κομπιούτερ, από άλλο για να φαίνονται κι αυτοί σαν unique visitors, ή μήπως θα λογίζονται ως unique clones, είδες, πλάκα-πλάκα κι άλλο θέμα προέκυψε, γενικώς χαμός, άμα σου λέω ότι αλλάζει ο κόσμος μας δεν με ακούς και νομίζεις ότι γράφω επειδή είμαι αργόσχολος ή τεμπέλης, τίποτα από τα δύο δεν είμαι, εργάζομαι κι εγώ όπως εσύ, απλώς εγώ λιγότερο, άλλωστε δικαίωμα μου δεν είναι (;) και πραγματικά δεν μπορώ να καταλάβω τώρα πώς την πήγες την κουβέντα εκεί, στο να με κατηγορήσεις, στο να με μειώσεις, αλλά αν θες να μάθεις, το κάνεις επειδή τα λόγια μου είναι σκληρά και σου δείχνουν γυμνή την μαύρη αλήθεια, σου χαλούν τη ζαχαρένια και σε ξεβολεύουν και θα έχεις εφιάλτες το βράδυ με σκυλιά να σε γαβγίζουν και δεν θα ξέρεις, δεν θα ξέρεις αναγνώστη μου, αν το σκυλί που σε γαβγίζει στον ύπνο σου είναι αληθινό ή κλώνος και αυτή είναι πέραν πάσης αμφιβολίας η μεγαλύτερη σε έκταση πρόταση που έχω γράψει ποτέ ως τώρα και μπορώ να το συνεχίσω το κολπάκι αυτό ώρα ακόμη, αλλά σέβομαι τον πολύτιμο χρόνο σου και δεν θέλω να τον σπαταλήσω άλλο, μα πιο πολύ φοβάμαι ότι μπορεί να φύγεις εσύ πρώτα, πριν τελειώσω την πρόταση αυτή, αν και δεν το πιστεύω ότι θα έφευγες ποτέ πριν τελ

Πέμπτη, Αυγούστου 18, 2005

Δυο γυναίκες

"Είναι αλήθεια αυτό που σου είπα. Ποτέ μου δεν είχα οργασμό ... Γύριζα σπίτι και έκλαιγα και ξερνούσα από την απόγνωση. Μέτα είπες ότι θα δοκιμάζαμε διαφορετική προσέγγιση για το πρόβλημα του οργασμού. Ότι θα μου έλεγες πώς να ερεθίσω τον εαυτό μου, πως όταν θα έκανα ακριβώς ό,τι μου έλεγες να κάνω, τότε θα είχα οργασμό και μετά, αφού θα έβλεπα πώς είναι, θα είχα οργασμούς με τους εραστές μου. Να 'σαι ευλογημένος γιατρέ. Τα λόγια σου είναι ευαγγέλιο για μένα ... Ποτέ δεν έκλαψα τόσο πολύ όσο την πρώτη φορά που είχα οργασμό. Ήταν λόγω αυτών των χρόνων όπου είχα... όπου δεν είχα οργασμό. Τι χαμένα χρόνια".
Μέριλιν Μονρόε
(από -φερόμενη- απομαγνητοφώνηση κασέτας που έγραψε προς τον ψυχαναλυτή της, "ΒΗΜΑ", 14.805)
Στο Παντζαγιουάν, το τεράστιο γιουσουρούμ του Πεκίνου, η Μέριλιν κι από κάτω της μια Κινέζα μικροπωλητής. Η Μέριλιν ποζάρει γεμάτη σεξ απίλ, ενώ η Κινέζα φαίνεται βυθισμένη στον κόσμο της, τις σκέψεις της, την μελαγχολία της. Αν δεν θυμόμουν ότι είναι γυναίκα αυτή που φωτογράφισα λίγους μήνες πριν, δεν θα μπορούσα να είμαι απόλυτα σίγουρος για το φύλο της από την φωτογραφία και μόνο. Η πόζα της Μέριλιν στημένη, η πόζα της Κινέζας φυσική. Η Μέριλιν τρέφεται από τα φλας, την ώρα που η Κινέζα ζει σ' ένα κόσμο χωρίς φλας. Τα φλας που φώτισαν τη ζωή της δεν ήταν παρά μια μεταφορά της λαχτάρας των ανδρών. Η Μέριλιν γεννούσε (και γεννά;) λαχτάρα. Εκατομμύρια άνδρες σ' όλο τον πλανήτη έχουν τελειώσει μαζί της κατά μόνας. Άγνωστο πόσοι έχουν τελειώσει στο σώμα μιας άλλης γυναίκας μεν, με την Μέριλιν στο νου δε. Κι εκείνη, η γυναίκα - υπόσχεση, η γυναίκα - άπιαστο όνειρο, ο ήλιος του σεξ, την ίδια ακριβώς ώρα, τα ίδια ακριβώς χρόνια που ένας πλανήτης αυνανιζόταν με τις εικόνες της, γυρνούσε σπίτι κι έκλαιγε και ξερνούσε από απόγνωση. Αυτή η μεγάλη γεννήτρια των ανδρικών οργασμών δεν μπορούσε να χαρεί το δικό της κορμί. Το κορμί της προκαλούσε σε ανδρικά όργανα την επιθυμία να χύσουν κι εκείνη αδυνατούσε να χύσει κάτι άλλο από δάκρυα. Γιατί της πήρε κι εκείνης χρόνο να κατανοήσει τη διάκριση ανάμεσα σε έναν άνθρωπο και την εικόνα του. Γι' αυτό άλλωστε και στους άνδρες της δειγματολήπτησε από εξίσου λαμπρές εικόνες: ένας κορυφαίος συγγραφέας, ένας κορυφαίος αθλητής, ένας κορυφαίος πολιτικός. Κι εκείνη εικόνες επέλεγε, κι εκείνη σύμβολα, ξεγελασμένη ότι πίσω από το σύμβολο Μίλερ, Ντι Μάτζιο, Κένεντυ υπήρχε ένας Άρθουρ, ένας Τζο κι ένας Τζακ που θα μπορούσε όντως να απασχοληθεί μ΄εκείνη, με το αληθινό κορμί της, με τα αληθινά της μάτια και να την φέρει σε έκσταση.
Ευτυχώς, ο καλός γιατρός της είπε -εκείνης που την ήθελαν όλοι οι άντρες της οικουμένης- να πάψει να αναζητά την ηδονή σ' αυτούς. Και να τη λοιπόν, ακολουθεί τις οδηγίες του γιατρού και χαϊδεύεται μόνη της, για ώρες, σε μια προσπάθεια να δραπετεύσει από την πανίσχυρη εικόνα της. Είναι άλλωστε το μόνο πρόσωπο στη γη που δεν βλέπει την εικόνα της την ώρα που κάνει έρωτα στο κορμί της. Κάπως έτσι, μήνες μετά, όταν τα χάδια της τής εξασφάλισαν αληθινό ελεύθερο χρόνο, μακριά από τα φλας, τα φαίνεσθαι και τα χόλυγουντ, και την οδήγησαν σε μονοπάτια ονειροπόλησης, άρχισε να λυτρώνεται από το είδωλό της και να γλυκαίνεται. Ο καλός γιατρός της δίνει οδηγίες και ταυτόχρονα ανακουφίζει κι αυτός τον εαυτό του. Με το ένα χέρι στο τηλέφωνο, με το άλλο στο όργανό του, η εικόνα είναι εξαιρετικά δυνατή για να αντισταθεί, κι ενώ τη γιατρεύει απ' αυτήν πέφτει εκείνος θύμα της.
Η Κινέζα, αυτή η άχαρη, τσουβαλιαστή, ημιανδρόμορφη γυναίκα, αυτό το αντισύμβολο του σεξ κάτω από την φωτογραφία του συμβόλου του σεξ, είναι παντρεμένη με έναν εξίσου άχαρο κι εξίσου τσουβαλιαστό Κινέζο. Κι αυτή κι αυτός είναι σχεδόν σεξομανείς. Κάθε βράδυ, περνούν ώρες επί ωρών ηδονής. Όλα τους δίνουν ηδονή: η μυρωδιά τους, ένα τσουλούφι σε λάθος πλευρά, το βλέμμα που γεννάει βλέμμα κ.ο.κ. Και μετά ξανά απ' την αρχή, κυκλικά και αέναα. Η Κινέζα ζει μέσα στο σεξ, όσο η Μέριλιν έζησε έξω απ' αυτό.
Η Μέριλιν κι η Κινέζα, δυο γυναίκες.
Η Μέριλιν κι η Κινέζα, το ανοργασμικό σύμβολο του σεξ και το πανηδονικό αντισύμβολό του, η γυναίκα που συμβόλιζε μια ξένη στην ίδια απόλαυση κι η γυναίκα που είχε κτήμα της μιαν απόλαυση που δεν θα μπορούσε ποτέ της να συμβολίσει.
Η Μέριλιν κι η Κινέζα, μια εικόνα και μια γυναίκα.
Η Μέριλιν κι η Μέριλιν, μια γυναίκα κι η εικόνα της ή μάλλον μια εικόνα και η γυναίκα στην οποία στηρίχθηκε.
Η Μέριλιν νεκρή απ' τα 36 της, η εικόνα της ζει και βασιλεύει, αγέραστη παρά τα 43 χρόνια που συνεχίζει μόνη της την πορεία της στον κόσμο.
Αν είχα λίγο θάρρος θα καλούσα έστω κι έναν, έναν, να φανεί αρκετά ευαίσθητος ώστε να αφιερώσει στην Κινέζα λίγες σκέψεις, λίγη λαχτάρα, λίγο ερωτισμό, λίγο σπέρμα. Είναι σχεδόν αδύνατο. Η εικόνα της είναι αντιηδονική.
Το πλαδαρό κορμί της όμως φλέγεται, όπως δεν θα μπορούσε ποτέ να διανοηθεί το λιμπιστό κορμί της Μέριλιν και τα γεννητικά της όργανα παρέχουν κάθε βράδυ υγρή φιλοξενία σε ένα ανδρικό σώμα.
Το μετανιώνω. Δεν έχει ανάγκη τη δική μας λαχτάρα η Κινέζα, δεν έχει ανάγκη ένα σπέρμα που θα πέσει χιλιάδες μίλια μακριά της. Καμιά αληθινή γυναίκα δεν το 'χει.
Κορίτσια της συγγνώμης ολόγυρα μας θα δέχονταν βούλιμα τη λαγνεία μας και θα γνωρίζαμε κι εμείς κι αυτά ηδονές ακραίες, τη στιγμή που θα συνειδητοποιούσαμε πως δεν είναι ο ερωτισμός που κατοικεί σε αναλογίες σώματος, αλλά η φαντασίωσή του, και πως μπορεί ο έρωτας να είναι αριστοκράτης, το σεξ όμως είναι η πιο δημοκρατική μετά τον θάνατο έκφανση της ανθρώπινης φύσης και κανείς συμβολισμός του δεν μπορεί να συγκριθεί με την πραγματικότητά του.

Τετάρτη, Αυγούστου 17, 2005

Πραγματικότητα Α.Ε.

Αν ιδιωτικοποιούσαμε την πραγματικότητα και την παραδίδαμε στην ελεύθερη αγορά, ώστε να τη διαχειρισθεί εκείνη μέσω των κανόνων του ανόθευτου ανταγωνισμού, δεν υπήρχε περίπτωση να συμβαίνουν αεροπορικά δυστυχήματα. Αν την Κυριακή το πρωί η πραγματικότητα ήταν ιδιωτική, ο άνθρωπος που πιλοτάριζε μόνος του το αεροπλάνο πάνω απ' το Αιγαίο προσπαθώντας να αποτρέψει την πτώση του, θα τα είχε καταφέρει προσγειώνοντάς το την ύστατη στιγμή. Ας μιλήσουμε με γεγονότα και αποδείξεις: σε όλες μα όλες τις αντίστοιχες χολυγουντιανές ταινίες η τραγωδία στο τέλος αποφεύγεται και ο πρωταγωνιστής ηρωικά και παρ' όλες τις φαινομενικά μη αντιμετωπίσιμες δυσκολίες πετυχαίνει το ακατόρθωτο. Κι αυτό δεν είναι καθόλου μεταφυσικό, ούτε εξαρτάται από την τύχη ή αστάθμητους παράγοντες. Είναι απλό: Σενάριο που θα προβλέπει τελικά την συντριβή αεροσκάφους δεν πρόκειται να χρηματοδοτηθεί. Πίριοντ. Θα χρηματοδοτηθεί μόνο εάν έχει happy end. Το στην ζωή καλούμενο "μοιραίο" στο σινεμά έχει ακριβώς την αντίθετη έννοια. Μοιραία στο σινεμά είναι η διάσωση.
Μήπως λοιπόν ήρθε επιτέλους η ώρα να απαλλαγούμε από τις αγκυλώσεις του παρελθόντος και να σταματήσουμε να αφήνουμε την πραγματικότητα να κάνει εκείνη το κουμάντο; Μήπως ήρθε η ώρα η ελληνική κυβέρνηση να δημιουργήσει έναν οργανισμό αντίστοιχο των "Τουριστικών Ακινήτων" - με επωνυμία φερ' ειπείν "Πραγματικότητα Α.Ε."- και ν' αρχίσει να παραχωρεί ελκυστικά πακέτα πραγματικότητας στους ιδιώτες γεμίζοντας έτσι τον κρατικό κορβανά; Aν τολμήσει, είναι βέβαιο ότι όλες οι υγιείς επιχειρηματικές δυνάμεις θα σπεύσουν να αγοράσουν κομμάτια πραγματικότητας, ώστε στη συνέχεια να τα εκμεταλλευθούν αποδοτικά. Η επένδυση φαντάζει σίγουρη: Ποιός άμεσα ενδιαφερόμενος καταναλωτής δεν θα χρυσοπληρώσει τον επιχειρηματία που -όντας ιδιοκτήτης του σχετικού τμήματος της πραγματικότητας κι έχοντας το κυριαρχικό δικαίωμα καθορισμού της- θα αποφασίζει αν το αεροπλάνο θα πέσει ή θα σωθεί, ανάλογα με το αν θα εισπράξει το ποσό που θα ζητά; Ποιός; Ούτε ένας, σας λέω εγώ, τη εξαιρέσει ίσως των παθολογικά καταθλιπτικών. Ποταμοί χρημάτων θα εισρεύσουν τόσο από τους επιβάτες, όσο και από τους συγγενείς, αλλά ακόμη και από εσένα κι εμένα που θα σπεύδουμε να προσφέρουμε χρήματα σε σχετικούς τηλεμαραθώνιους. Έτσι και τα δημόσια οικονομικά θα βελτιωθούν αφάνταστα από τα έσοδα των ιδιωτικοποιήσεων και το χρήμα θα κινείται προς όφελος της οικονομίας δημιουργώντας εξαιρετικά ευοίωνο επενδυτικό περιβάλλον και πάνω απ' όλα -γιατί άνθρωποι είμαστε και το χρήμα είναι σε τελική ανάλυση δευτερεύον- δεν θα ξαναέχουμε τέτοιες καταστροφές.
Το τέλος θα είναι πάντα και για όλους ευτυχισμένο. Κι όταν στη δεύτερη φάση του σχεδίου "Πραγματικότητα Α.Ε." ιδιωτικοποιηθεί κι ο φυσιολογικός θάνατος , εκεί να δείτε πανηγύρια.

Τρίτη, Αυγούστου 16, 2005

Σκοτεινό φως


Έχει θάλασσες στον παράδεισο; Μικρά αγόρια; Φωτογραφίες; Ζωή; Διακυβεύματα; Πόνο; Χιούμορ; Εναλλαγές συναισθημάτων; Απώλειες; Συγκλονισμούς;
Πού πηγαίνουν τα παιδιά που σκοτώνονται σε δυστυχήματα ή πεθαίνουν από αρρώστιες κι από πείνα;
Στον παράδεισο ή σε μια παραλία;

Δευτέρα, Αυγούστου 15, 2005

Summer Resolutions

"For whatever we lose (like a you or a me)
it's always ourselves we find in the sea"
e. e. cummings
Kάθε καλοκαίρι απαράλλακτα, σαν κακόγουστη φάρσα, η ίδια διαδικασία. Μέσα στη θάλασσα θα υποσχεθώ στον εαυτό μου ότι μετά τις διακοπές -αμέσως μετά τις διακοπές- θα αλλάξω πορεία, θα σοβαρευθώ, θα ανασυγκροτηθώ, θα αφοσιωθώ στη δουλειά μου. Τάζω στον εαυτό μου σαν ατάλαντος πολιτευτής. Μα φαίνεται πως κι αυτός ακούει τον ξύλινο λόγο και τις διακηρύξεις σαν ατάλαντος ψηφοφόρος, κι έτσι κάθε καλοκαίρι πείθεται. Ή καμώνεται ότι πείθεται (ποιός έχει κουράγιο για τόσο λεπτές διακρίσεις πια ...). Μεταφέρομαι στο χρόνο και στον χώρο, με βλέπω σε διάφορες θάλασσες της Ελλάδας, στο Αιγαίο ή στο Ιόνιο, το 1996 ή το 2005, με καταγράφω με μια κάμερα την ώρα που κολυμπάω μόνος, η κάμερα εστιάζει στο κεφάλι μου και μετά μπαίνει μέσα σ' αυτό, οι σκέψεις κι οι αποφάσεις πάντα ίδιες, τίποτα δεν φαίνεται να αλλάζει, μόνο οι τρίχες στο κεφάλι μου χρόνο με τον χρόνο φαίνονται να αραιώνουν, αρνούνται να μείνουν κι αυτές αμετάβλητες, αρνούνται να κατανοήσουν ότι αφού αρνούμαι εγώ να ωριμάσω, θα έπρεπε κι εκείνες να μην συμπεριφέρονται ωσάν ο χρόνος να ισχύει κανονικά και για μένα. Όταν κάποιος αρνείται να μεγαλώσει, ο χρόνος δεν έχει καμία ηθική βάση να κυλά ερήμην του. Ο χρόνος θα έπρεπε να στέκεται στο πλευρό μας και να κυλά σύμφωνα με την ιδιοσυγκρασία μας. Στου κουφού την πόρτα όμως.
Μέσα στη θάλασσα -και για την ακρίβεια μέσα στην καθαρή θάλασσα- παύουμε για κάποιες στιγμές να ζούμε στην εποχή που ζούμε, παύουμε να είμαστε άνθρωποι για τους οποίους τα αρκτικόλεξα sms και www βγάζουν νόημα και δεν είμαστε γυμνοί μόνο από ρούχα (φορώντας μόνο κάτι να καλύπτει την φύση μας), είμαστε γυμνοί από όλα τα στρώματα πολιτισμού, τεχνολογίας, ιδεολογιών που όρισε η εποχή στην οποία ζούμε, είμαστε ολόιδιοι με τον άνθρωπο που κολυμπούσε γυμνός στη θάλασσα τον 11ον αιώνα π.Χ και τον συνάνθρωπό του του 11ου αιώνα μ.Χ.
Στη θάλασσα χωρίς ρούχα, γυαλιά, σταυρό, παπούτσια, πορτοφόλι, κάμερα, κινητό, κλειδιά, στη θάλασσα χωρίς πανοπλίες, μένω ανυπεράσπιστος, μένω μόνος με τον εαυτό μου, τον ακούω να μου φωνάζει πιο καθαρά από κάθε φορά και αδυνατώντας εκεί να του κρυφτώ, προσπαθώ να τον εξευμενίσω και του παροχολογώ.
Στη θάλασσα είναι στιγμές που είμαι εντελώς ο εαυτός μου κι είναι στιγμές που δεν είμαι καν ο εαυτός μου, αλλά απλώς ένα ξαπλωμένο στο νερό σώμα που κοιτάζει πάνω του τον ήλιο και τον ουρανό.

Πέμπτη, Αυγούστου 11, 2005

Οι Νύμφες

Σκέφτηκα ότι μέσα Αυγούστου του 2005 είναι μια θαυμάσια εποχή για να δει κανείς στο dvd τα "Πέτρινα Χρόνια". Έτσι κι έκανα λοιπόν. Τη στιγμή που η μουσική του Σπανουδάκη και το κλαρίνο του Σαλέα σε απογείωνε, η ταινία μετά βίας κατόρθωνε να προξενήσει δυο - τρεις φορές κάποιες δόσεις συγκίνησης, μολονότι βασίζεται σε μια αληθινή ιστορία κατ'εξοχήν αβανταδόρικη. Και μιλάμε για μια ταινία μυθολογημένη ως μια από τις σπουδαιότερες ελληνικές. Πρόκειται περί πραγματικού κατορθώματος το ότι σε ένα έργο διαρκείας 2 1/2 ωρών δεν μαθαίνουμε το παραμικρό ούτε για την ηρωίδα, ούτε για τον ήρωα. Το μόνο που μαθαίνουμε γι' αυτούς είναι ότι τους κυνηγούσε και τους φυλάκιζε η δεξιά. Χρήσιμο ως ιστορική καταγραφή, φτωχό ως σινεμά. Το παράδοξο είναι ότι ο Βούλγαρης αποφεύγει την προπαγάνδα, το σινεμά του δεν είναι με τη στενή έννοια στρατευμένο, το σινεμά του προβάλλεται -και σε ένα βαθμό είναι- ως κατ' εξοχήν ανθρωποκεντρικό. Πώς όμως είσαι ανθρωποκεντρικός, όταν οι χαρακτήρες σου δεν έχουν χαρακτήρα; Η Μπαζάκα είναι η κυνηγημένη αριστερή. Πώς περνούσε την ώρα της τα ατέλειωτα χρόνια που την κυνηγούσαν και κρυβόταν, πώς περνούσε την ώρα της στη φυλακή, ποιά ήταν εν τέλει, δεν το μαθαίνουμε ποτέ. Κι όμως, δύο άνθρωποι με σάρκα και οστά ήταν αυτοί που περιγράφει η ταινία. Ποτέ δεν θα συναντήσουμε στην ταινία τους ανθρώπους αυτούς ως ανθρώπους. Θα συναντήσουμε στη θέση τους δυο κυνηγημένους αριστερούς. Όπως ο Νίκος Ξανθόπουλος και ο Στέλιος Καζαντζίδης λειτουργούσαν τη δεκαετία του 60 ως υποκατάστατα της ανάγκης να κλάψει ο φτωχός λαός για τους καημούς της ξενιτιάς, έτσι και τα "Πέτρινα Χρόνια" λειτούργησαν ως υποκατάστατα της ανάγκης να δικαιωθούν οι κυνηγημένες γενιές των ηττημένων του εμφυλίου. Κι ας μην υπάρχει, φυσικά, κινηματογραφική σύγκριση των μελό με τα "Πέτρινα Χρόνια". Όσο κι αν κινηματογραφικά απέχουν παρασάγγας, έχουν ωστόσο αυτήν την κοινή συνισταμένη. Υπό αυτήν την οπτική γωνία και μόνο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα μελό και τα "Πέτρινα Χρόνια", λειτουργώντας λιγότερο ως δραματουργικά αυθύπαρκτες αξίες και περισσότερο ως καταλύτης για την εκτόνωση συσσωρευμένων παθών, συγγενεύουν κατά κάποιο τρόπο με τα πορνό.
Έχω ανάγκη να κλάψω, ό,τι και να μου δείξεις που να περιέχει κλάμα και πόνο, θα με κάνει να κλάψω.
Έχω ανάγκη να δω στο πανί όλο το κυνηγητό που τράβηξαν οι γενιές μας, ό,τι και να μου δείξεις που να μιλά για το κυνηγητό αυτό, θα με δικαιώσει.
Έχω ανάγκη να ερεθισθώ και να εκτονωθώ, ό,τι ποιότητας σεξ και να μου δείξεις, θα την κάνω τη δουλειά μου.
Η διαφορά ήθους που χαρακτηρίζει τις τρεις αυτές κινηματογραφικές κατηγορίες τεράστια, η διαφορά τέχνης επίσης μεγάλη, η βασική ψυχοσωματική λειτουργία τους όμως είναι παραδόξως παρεμφερής. Και επειδή είναι προφανές πως γράφω ό,τι μαλακία μου κατεβαίνει στο κεφάλι, προτείνω η επόμενη ταινία του Παντελή να είναι μια τρόπον τινά συνέχεια των "Νυφών" με τον τίτλο "Οι Νύμφες", όπου θα δείχνει ότι μερικές από τις οχτακόσιες Νύφες που μετανάστευσαν στις ΗΠΑ για να παντρευτούν, μετατρέπονται σε νυμφομανείς μαινάδες που το κάνουν με όλους και με όλα, τη στιγμή που σε παράλληλο μοντάζ ο μικρός Βασιλάκης Καϊλης (μικρός αδελφός της Εύας Καϊλή) θα δουλεύει ως λουστράκος και θα μοιράζει παρανόμως όχι Ριζοσπάστες, αλλά το "ΝΕΜΕΣΙΣ" της Λιάνας Κανέλλη.
Οι Νύμφες θα είναι ένα κινηματογραφικό υβρίδιο και θα αποτελέσουν το πρώτο μελό-πορνό με αριστερό πολιτικό πρόσημο στην ιστορία της έβδομης τέχνης.

Τετάρτη, Αυγούστου 10, 2005

Aσκήσεις

Ας
Bαυκαλίζεσαι
Γραφή.
Δεν
Είσαι
Ζωή
Ή
Θάνατος.
Ίσως
Κυοφορείς
Λαγνείες.
Μα
Νεκρές.
Ξυστά
Όλα
Περνούν.
Ραγισμένη
Συστηματικά.
Το
Ύφος
Φευγαλέα
Χαρίζει
Ψίχουλα
Ωραιότητας.

Τρίτη, Αυγούστου 09, 2005

ΔΟld

Δελτίο Τύπου.
Προκειμένου να διασφαλισθεί και μελλοντικά η σημερινή απρόσκοπτη και δημιουργική λειτουργία του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Οldboy (ΔΟld) και των συνεργαζομένων με αυτόν στελεχών του, ο Ol' Δ. Boy έκρινε ορθό να προβεί στην ανακατανομή του μετοχικού κεφαλαίου του ΔΟld ενισχύοντας τον θεσμικό του ρόλο στην ελληνική κοινωνία, χωρίς να μεταβάλλεται η σημερινή διοικητική διάρθρωση του Οργανισμού.
Ο Old Boy κατέχει σήμερα το 66,505% των μετοχών της ιστολογικής εταιρίας με επωνυμία «Δημοσιογραφικός Οργανισμός Οldboy», εισηγμένης στο Χρηματιστήριο Αθηνών (γνωστό επίσης και ως βλακόσφαιρα). Το υπόλοιπο ποσοστό ανήκει στο ευρύτερο κοινό και σε συνεργάτες του ΔΟld.
Από το μερίδιό του, ο προαναφερθείς κάτοχός του απεφάσισε ολομόναχος όπως δωρίσει το 25,405% εις το κοινωφελές Ιδρυμα Old Boy. Ιδρυμα το οποίο, ως γνωστόν, έχει σαν κύριο σκοπό την στήριξη της Πρόωρης Γήρανσης των Αγοριών (γέλια).
Το Ιδρυμα Οld Boy διοικείται από ομάδα επιστημονικών προσωπικοτήτων, υπό την προεδρία του ιδίου του ιστολόγου, συνεργάζεται δε στενά με την Ευρωπαϊκή Ενωση για εκπόνηση προγραμμάτων εκπαιδευτικών, συγκρότηση καμεράτων νέων κλπ.
Ένα άλλο τμήμα, εξ 25,057% του μετοχικού κεφαλαίου, μεταβιβάζεται στον Αντιπρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο του ΔΟld, στενό συνεργάτη του Old Boy, Σταύρο Ψυχάρη, εκδότη του «Βήματος» το οποίο τις Κυριακές περιέχει το ένθετο "ΒΗΜΑGAZINO", δίνοντας έτσι την ευκαιρία στον Θανάση Λάλα να γελά και να ρωτά τι είναι το ταλέντο.
Η μεταβίβαση των μετοχικών αυτών μεριδίων δεν μεταβάλλει κατά τίποτε την διαρθρωτική δομή του ΔΟld, με την διοικητική ευθύνη παραμένουσα, ως έχει σήμερα, υπό τον έλεγχο του Old Boy.
Σημείωση: Οι απόψεις αυτού του ποστ εκφράζουν μόνο τον συντάκτη του και σε καμία περίπτωση δεν αντανακλούν απόψεις ή ενδιάθετες στάσεις του ιστολογίου ή του ιστολόγου προσωπικώς. Ο ιστολόγος μάλιστα διαφωνεί με όσα -προδήλως ειρωνικά, πλην ξαναζεσταμένα και εν τέλει κρύα- ποστάρει ο συντάκτης, αλλά θα υπερασπιστεί μέχρι θανάτου το δικαίωμά του να τα ποστάρει.
Εμείς πάλι δεν θα θέλαμε να πούμε κάτι. Είναι υπόθεση μεταξύ των δυο τους. Και στους δύο τρίτος δεν χωρεί.

Δευτέρα, Αυγούστου 08, 2005

Να θυμασε εμενα

Gmail Εγγραφή
Όνομα Χρήστη:
Κωδικός:
να θυμασε εμενα σε αυτον τον υπολογιστη

Θα σε θυμάμαι, αλλά κι εσύ να μάθεις στοιχειώδη ορθογραφία, εντάξει;

Γκροτέσκο

Είναι δυνατόν οι σπορτκάστερ που ωρύονται και παραληρούν στις μεταδόσεις του στίβου να μη συλλαμβάνουν το μέγεθος της γελοιότητάς τους; Κραυγάζουν και υμνούν την ρώμη και την υγεία του νεκρού σώματος που βρίσκεται στο διπλανό δωμάτιο και του οποίου έχει ήδη αρχίσει η αποσύνθεση. Σαν να μην πλημμύριζε η μυρωδιά τα ρουθούνια τους, σαν να μην πλημμύριζε και τα δικά μας. Η μπόχα του πτώματος αναμιγνύεται με την καλή χαρά των υμνωδών κι αν κανείς βρίσκεται στην κατάλληλη ψυχολογική διάθεση μπορεί να καθήσει αναπαυτικά στην πολυθρόνα του και να απολαύσει το γκροτέσκο κοκτέιλ. Για πόση ώρα όμως; Σύντομα, ακόμα και ο μεγαλύτερος λάτρης του παράδοξου, θα αναγκαστεί να κλείσει την τηλεόραση ή έστω τον ήχο. Γιατί, όπως και να έχει, ο νεκρός ούτε αξίας στερούταν ούτε ιδανικών.

Καλοκαιράκι


Σάββατο, 6 Αυγούστου 2005, Αττική, καθ' οδόν προς την παραλία για μπάνιο.
Ω, νερό! Στη θάλασσα σε γύρευα, απ' τον ουρανό σε βρήκα. Κι όχι μόνο σε υγρή μορφή. Και σε στέρεα. Όλα δείχνουν ότι ο Ζευς τα έχει πάρει πάλι με την Ήρα και ξεσπά επάνω μας λιθοβολώντας μας με υδάτινες πέτρες.
Άντε ν' αρχίσει να ρίχνει και βατράχους, μπας και ψηθώ ότι βρίσκομαι μεσ' το "Μagnolia".

Σιγουριά;

Της σιγουριάς τα υλικά
είναι λόγια γυμνά
σε ποστάκια γραμμένα.

Σάββατο, Αυγούστου 06, 2005

USA

Παρασκευή, Αυγούστου 05, 2005

Ερ και Ειρ

Ενώ οι ώρες και οι μέρες και τα χρόνια περνούν, δεν σταματάς να βομβαρδίζεσαι από λέξεις. Λέξεις που ακούς και λέξεις που διαβάζεις. Απειράριθμοι συνδυασμοί λέξεων. Και ξαφνικά βλέπεις δίπλα - δίπλα δυο αγαπημένες σου λέξεις, δυο πολυχρησιμοποιμένες σε βαθμό εξάντλησης λέξεις, δυο λέξεις που ποτέ δεν είχες σκεφτεί ότι μπορεί να ταιριάζουν. Νόμιζες ότι μένουν σε άλλες γειτονιές: στη γειτονιά του απόλυτου η μία, στη γειτονιά του σχετικού η άλλη. Νόμιζες ότι η μια περιγράφει ένα ιδανικό κι η άλλη όχι. Να όμως που κάποιος τις έφερε κοντά, τις ανακήρυξε ισότιμα ιδανικά κι έβαλε έναν ήρωα του να διακηρύξει:
"Έχω ανάγκη από έρωτα και ειρωνεία". (Αντρέ Μαλρώ, "Οι Κατακτητές").
Ο Έρωτας κι η Ειρωνεία. Θεός Έρωτας υπάρχει. Για Θεά Ειρωνεία δεν έχω κάτι ακουστά. Η αλήθεια είναι ότι την προσέγγισαν κατά το παρελθόν και της πρότειναν ένα είδος θεοποίησης (για την ακρίβεια θα της απονέμετο ο τίτλος της "Επίκουρης Θεάς"), αλλά αυτή αρνήθηκε. Θα αντέφασκε με τον εαυτό της αν δεχόταν ότι έχει υπερφυσικές ιδιότητες κι αν ανεχόταν να τη λατρεύουν σε ναούς. "Όχι, τίποτα το θεϊκό σ΄εμένα" τους είπε. "Τίποτα το ζωϊκό επίσης. Είμαι ψυχή τε και σώματι ανθρώπινη. Μόνο στους ανθρώπους μπορείτε να με βρείτε, μόνο εκεί συχνάζω". Τότε την αποκήρυξαν και την είπαν ασεβή. "Αυτόν τον τίτλο, ναι, θα τον δεχτώ με χαρά" τους απάντησε.
Ο Έρωτας κι η Ειρωνεία : το κάψιμο κι η ευφορία.
Μακάριοι οι ερωτευμένοι, ότι αυτών εστί η βασιλεία των (επί της γης) ουρανών.
Μακάριοι οι είρωνες, ότι αυτοί (χαμογελώντας αμφίσημα) τον Θεόν όψονται.

Πέμπτη, Αυγούστου 04, 2005

Του Κιουταχή

- Τέλος καλοκαιριού πέρυσι, Αλβανία - Ελλάδα 2-1, Νέα Μάκρη, καφετέρια, βλέπω το ματς με φίλους. Λήξη, πάω να πάρω το αυτοκίνητο. Ξαφνικά βλέπω κόσμο να φωνάζει, ένα αυτοκίνητο να κορνάρει κι ένα καπνογόνο. Πλησιάζω, είναι καμιά δεκαριά Αλβανοί και πανηγυρίζουν με την Αλβανική σημαία.
Πρώτη ενστικτώδης αντίδραση: Είδα τους πανηγυρισμούς με την Αλβανική σημαία και μου γύρισαν τ' άντερα.
Δεύτερη αντίδραση: Δύο δευτερόλεπτα μετά, σκέφτομαι ότι προ δυο μόλις μηνών Έλληνες πανηγύριζαν με ελληνικές σημαίες στην Πορτογαλία. Τα άντερά μου ξαναγυρνάνε στη θέση τους. Το βράδυ βλέπω στην τηλεόραση να πετάνε πέτρες σε αυτοκίνητα Αλβανών που έχουν τα παιδάκια τους στο πίσω κάθισμα και τα άντερα μου αρχίζουν πάλι να περιστρέφονται. Μανιωδώς αυτήν την φορά.
- Χειμώνας 2002, Λεωφόρος Αλεξάνδρας, Παναθηναϊκός - Φενέρ Μπαχτσέ 4-1. Τούρκοι φίλαθλοι δεν έχουν έρθει. Μόνο λίγα άτομα μαζί με τη διοίκηση της ομάδας. Αυτοί οι λίγοι κάθονται στη διπλανή μου θύρα. Όταν τελειώνει το ματς κατευθύνονται προς τις σκάλες. Φτάνουν σε απόσταση λίγων μέτρων από μένα. Πρώτη ενστικτώδης αντίδραση: Τους βρίζω και τους κάνω χειρονομίες μαζί με όλη τη θύρα.
Δεύτερη αντίδραση: Ένας Τούρκος στην ηλικία μου με κοιτά στα μάτια και μου χαμογελά ειρωνικά. Σκέφτομαι ότι έτσι θα ήθελα να είχα αντιδράσει κι εγώ στην αντίστροφη περίπτωση κι ότι με αυτόν τον συγκεκριμένο πιθανότατα έχω περισσότερα κοινά απ΄ότι με μεγάλο μέρος της εξέδρας. Σκέφτομαι ακόμη ότι θα μπορούσε η μοίρα να με φέρει να τον σκοτώσω ή να με σκοτώσει σ' ένα πόλεμο.
- Καλοκαίρι 2005, η ελληνική τηλεόραση παίζει ένα τούρκικο σίριαλ και το πανελλήνιο τηλεοπτικό κοινό το λατρεύει.
Πρώτη ενστικτώδης αντίδραση: Δεν θέλω να το δω με τίποτα.
Δεύτερη αντίδραση: Παραμένει η ίδια. Θα δω μια τούρκικη ταινία, αν διαβάσω εξαιρετικές κριτικές. Το σίριαλ όχι. Όπως δεν βλέπω και τα ελληνικά. Αλλά όχι μόνο επειδή είναι σίριαλ. Και επειδή είναι τούρκικο.
Τώρα μπορεί ο οποιοσδήποτε να μου αποδείξει με ιστορικά επιχειρήματα ότι η πολιτισμική μας συνάφεια είναι ιστορικά τεκμηριωμένη, ότι είμαστε ένας λαός και με μπόλικο τούρκικο αίμα στις φλέβες του μετά από την τουρκοκρατία κ.ο.κ. Δεν με ενδιαφέρει. Δεν μιλάω για καθαρότητες και γονίδια. Εκείνο που λέω είναι ότι ο κάθε πολιτισμός και η κάθε ταυτότητα είναι κατά βάση μια επιλογή. Επιλέγεις τι σε εκφράζει και τι όχι. Δεν θέλω να με εκφράζει ο τούρκικος τρόπος. Κι ας είμαι μικρεγγόνι του Κιουταχή. Αν αυτό ή και όλα τα παραπάνω με κάνουν Ελληνάρα, τι να πω; Μπορεί και να 'μαι τελικά. Θέλω ειρήνη με τους Τούρκους. Ειλικρινά. Όχι γιατί δεν θα ήθελα η Κωνσταντινούπολη να είναι ελληνική. Αλλά γιατί αφενός δεν γίνεται και γιατί αφετέρου ακόμη κι αν γινόταν, ναι, δεν θα ήθελα να εκτοπισθούν εκατομμύρια άνθρωποι από κει. Οι άνθρωποι είναι πάνω από τις ιδεολογίες. Η ειρήνη προϋποθέτει φιλία και αγάπη; Κουμπαριές και τσιφτετέλια; Και πόσο ισχυρά και πόσο αληθή είναι αυτά; Το παλικάρι που του έκανα κωλοδάχτυλα στη Λεωφόρο, θα ήθελα να έχω τρόπο να το βρω και να του μιλήσω. Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι θα μας αρέσουν και οι ίδιες ταινίες. Επίσης αν ερωτευόμουν μια Τουρκάλα, μπορεί να ζοριζόμουν, αλλά κι ο έρωτας είναι πάνω από τις ιδεολογίες. Αυτός όμως είναι ο δικός μου τρόπος. Τα νούμερα τηλεθέασης του τούρκικου σίριαλ ίσως δείχνουν ότι ο τρόπος των πολλών προς την φιλία να είναι αυτός. Δεν με εκφράζει καθόλου, με ενοχλεί θα έλεγα, αλλά το σέβομαι. Βέβαια, ό,τι φιλία και να επιχειρηθεί να οικοδομηθεί, αυθεντική ή ψεύτικη, αν και όταν αποφασισθεί να γίνει πόλεμος, θα γίνει εν ριπή οφθαλμού. Κι ούτε θα ρωτήσει κανένας εμένα ή τον φίλαθλο της Φενέρ.
Μακάρι να μην έρθει ποτέ η ώρα εκείνη. Όσο όμως είμαστε εν ειρήνη, τι είναι προτιμότερο; Η πολιτική των σίριαλ ή η πολιτική του ποδοσφαίρου; Η πολιτική των σίριαλ θα πείτε. Μπορεί. Ωστόσο, όταν χθες οι (Ελληνο)Κύπριοι πανηγύριζαν για τη νίκη μιας κυπριακής ομάδας επί μιας τούρκικης, ο πανηγυρισμός τους αυτός δεν ήταν ηλίθιος. Έχουν πετύχει μια συμβολική νίκη, γνωρίζουν δηλαδή ότι δεν πέταξαν τους Τούρκους στη θάλασσα. Έχουν την αρετή της διάκρισης του τι είναι αληθινό και του τι είναι συμβολικό. Και μακάρι όλες οι νίκες κι όλες οι χαρές να ήταν σαν τις ποδοσφαιρικές: αναίμακτες.

Τετάρτη, Αυγούστου 03, 2005

Η Δίκη της Λάμψης

"Οι σχολιασταί σημειώνουν σ' αυτό το χωρίο: Η ορθή αντίληψις ενός ζητήματος και η παρανόηση ενός ζητήματος δεν αποκλείονται αμοιβαίως".
Φραντς Κάφκα, "Η Δίκη".
Ο Φραντς Κάφκα, ο Κυριάκος Θωμαϊδης, ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ κι ο Νίκος Φώσκολος βρίσκονται στον Παράδεισο και συνομιλούν. Συγκεκριμένα ο Φραντς κι ο Στάνλεϊ βρίσκονται στον κήπο της Εδέμ, κάτω από κάτι μηλιές, ενώ ο Κυριάκος με το Νίκο στον Παράδεισο Αμαρουσίου, έξω απ' το θρυλικό "La Notte". Η συνομιλία τους γίνεται με τηλεδιάσκεψη. Το θέμα που απασχολεί την ετερόκλητη αυτή συντροφιά είναι το εξής: Αποφασίσθηκε από συμβούλιο σοφών ότι μόνο μία "Δίκη" και μόνο μία "Λάμψη" θα μείνουν στην αιωνιότητα. Οι άλλες με τον καιρό θα ξεχαστούν. Ποιές θα επικρατήσουν όμως; Τον λόγο παίρνει ο Φραντς, ο οποίος αφού πρώτα συγχαίρει τον Κυριάκο για τον μακρόχρονο αγώνα του για την αποκάλυψη της "παράγκας", εν συνεχεία υποστηρίζει ότι η δική του "Δίκη" είναι περισσότερο επιδραστική στους ανθρώπους, χαρακτηρίζεται δε ως αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και ως εκ τούτου θα ήταν πιο φρόνιμο να επικρατήσει της τηλεοπτικής. Ο Κυριάκος φέρνει τότε στο φως ιδιόγραφο σημείωμα του συγγραφέως προς τον φίλο του Μαξ Μπροντ, με το οποίο του έδινε εντολή να κάψει μετά τον θάνατό του τα ανέκδοτα χειρόγραφα της "Δίκης", η οποία άλλωστε είναι και ημιτελής. "Και ρωτώ; Είναι δυνατόν να έχετε την αξίωση να μείνει αιώνιο ένα έργο που δεν θέλατε καν να εκδοθεί;" ρωτά και αποτελειώνει τον Φράντς ο Κυριάκος. Η αποκαλυπτική δημοσιογραφία πετυχαίνει περήφανη νίκη επί της στερουμένης αυτοπεποίθηση λογοτεχνίας και οι τελευταίες λέξεις του Φραντς πριν αποχωρήσει από το πάνελ είναι "σαν το σκυλί", εννοώντας την ντροπή του να επιζήσει για πάντα ο "Κοκκαλιάρης" και ο "Θείος" και όχι ο Γιόζεφ Κ. Στο άλλο ζευγάρι τώρα, ο Στάνλεϊ μπαίνει δυνατά στο παιχνίδι δείχνοντας ένα σωρό ταινίες που επηρεάστηκαν από τη "Λάμψη" του, με πρώτη και καλύτερη το "Βarton Fink". Ο Νίκος απαντά με το βιβλίο Γκίνες που κατέγραψε το ρεκόρ μακροβιότητας της δικιάς του "Λάμψης". Ο Στάνλεϊ όμως δεν υποχωρεί. Τότε ο Νίκος φωνάζει και του φέρνουν ένα κοντέινερ. Ανοίγοντας το κοντέινερ πέφτουν από μέσα 5789894869688609568950689689568956890680958695869869 σελίδες που αποτελούν το πλήρες σενάριο του magnum opus του, από το πρώτο επεισόδιο μέχρι το τελευταίο. "Πάρε διάβασε" λέει στον Στάνλεϊ. 12438488484 σελίδες μετά, το μάτι του Στάνλεϊ αρχίζει να γυαλίζει ακριβώς όπως του Νίκολσον στην ταινία. Προτού αρπάξει το τσεκούρι, ο Στάνλεϊ συλλαμβάνεται από τον Αστυνόμο Θεοχάρη, κι έτσι η πατρίδα μας, η μικρή μας Ελλάδα, πετυχαίνει δύο στις δύο νίκες.
Θρίαμβος !
Η Ομόνοια βάφεται γαλάζια, καθώς πλημμυρίζει από γαλανόλευκες σημαίες και αλλόφρονα πλήθη που με μάτια κλειστά τραγουδούν αγκαλιά:
"Δεν Βάλατε Μυαλό - Δεν Βάλατε Μυαλό.
Πούτσα και ο Τσέχος - Πούτσα κι ο Αμερικανός".

Φρανκ Γκάλβιν

Aργά χθες βράδυ, να ξανά στο δωμάτιό μου ο Φρανκ Γκάλβιν. Αιφνιδιάστηκα, δεν είχα δει ότι θα προβαλλόταν πάλι η "Ετυμηγορία". Την πρόλαβα από την μέση και ύστερα. Είναι πάντα τύποι σαν τον Φρανκ που κερδίζουν τη συμπάθειά μου. Τύποι ολότελα χαμένοι, τύποι που πάνε σε κηδείες αγνώστων ανθρώπων και μαζί με τα συλλυπητήρια δίνουν στους συγγενείς του νεκρού και τη δικηγορική τους κάρτα, μπας και τους ανατεθεί το ξεκαθάρισμα της κληρονομιάς. Τους πετάνε έξω με τις κλωτσιές. Η προσωπική τους ζωή ένα ρημάδι, η επαγγελματική το ίδιο. Παίζουν φλιπεράκι πρωί πρωί στα μπαρ, πίνουν το ουίσκυ με το νεροπότηρο. Δεν ξεκίνησαν έτσι, κάποτε είχαν φιλοδοξίες κι όνειρα. Αλλά στην πορεία η ζωή τους νίκησε. Οι αντιστάσεις τους μικρές, οι παραιτήσεις τους συχνές, η προσωπικότητά τους ισχνή. Ούτε αρκετά δουλευταράδες για να επιβιώσουν με τον ίσιο δρόμο, ούτε αρκετά επιτήδειοι για να πλουτίσουν με τον λοξό. Ο Φρανκ λίγο πριν την οριστική κατάρρευση θα επιχειρήσει να σηκωθεί. Κάτι επιβιώνει ακόμη μέσα του. Η δίκη θα κερδηθεί ή θα χαθεί;
Σίντευ Λιούμετ (έτσι μάθαμε να τον λέμε, έτσι θα συνεχίσουμε), Ντέιβιντ Μάμετ, ο αγαπημένος Τζακ Γουόρντεν, η φωτογραφία πλημμυρισμένη στο καφέ, η απόγνωση στο βλέμμα του Νιούμαν, ο τρόπος που προφέρει τη λέξη "disallowed" o Tζέιμς Μέισον, ένα σβουριχτό χαστούκι, μια ετυμηγορία, ένα τηλέφωνο που χτυπά ασταμάτητα αλλά δεν θα σηκωθεί ποτέ. Ο Φρανκ θα σηκωθεί, αλλά ίσως οι παράπλευρες απώλειες τον ξαναρίξουν. Οριστικά αυτήν τη φορά. Γιατί ο Φρανκ δεν είναι από την κοψιά των νικητών. Είναι από την κοψιά αυτών που καμιά φορά νικούν τους νικητές.

Τρίτη, Αυγούστου 02, 2005

Ζουν ανάμεσά μας

H κοπέλα λέγεται Alexis Bledel κι η φωτογραφία είναι απ΄το "SIN CITY". Επειδή αντίτυπα της φάτσας αυτής κυκλοφορούν κι αλλαχού και μπορεί κάποια στιγμή να τα συναντήσετε, μια φιλική προειδοποίηση: Μακριά. This face is bad news. Really bad news. Μην αφεθείτε ούτε δευτερόλεπτο. Μπορεί να είναι πια αργά. Μην παρασυρθείτε απ' το αθώο κουκλίστικο μουτράκι της. Επίτηδες είναι φτιαγμένο έτσι. Θα σας παγιδεύσει και δεν θα σας αφήσει μέχρι τον οριστικό εξευτελισμό σας. Θα το παίξει εύθραυστη, πληγωμένη, ευαίσθητη, διστακτική. Όταν χάσετε και το τελευταίο ίχνος αυτοσεβασμού (ή και πριν απ' αυτό ακόμη, όταν βαρεθεί να παίζει μαζί σας), θα σας πετάξει σαν χαλασμένο αναπτήρα. Δίχως δεύτερη σκέψη ή πρώτη τύψη. Γιατί δεν πρόκειται για άνθρωπο, αλλά για μηχάνημα. Καλοσχεδιασμένο, αναμφίβολα. Αλλά μηχάνημα. Φορτίζει την μπαταρία του στεκόμενο μπροστά στον καθρέφτη κι έχοντας διάφορους σαχλαμάρηδες δίπλα του. Μην γίνετε ένας απ΄ αυτούς. Δεν είστε φορτιστής, όχι, εσείς δεν είστε μηχάνημα. Αξίζετε καλύτερης τύχης. Κάθε τύχη είναι καλύτερη απ΄αυτή. Καείτε χίλιες φορές, ρισκάρετε χίλιες φορές, χαθείτε άλλες τόσες. Αλλά όχι με τέτοια πρόσωπα. Με άλλα που θα αστράφτουν και τα δυο τους μάτια. Με άλλα που τα μάτια τους θα μπορούν να εισπράξουν και να νιώσουν το βλέμμα σας. Κι ας μην το ανταποδώσουν ποτέ.

Δευτέρα, Αυγούστου 01, 2005

Eλεύθερα Πιασίματα


Nα μια εικόνα που λατρεύω. Ελάχιστοι συμφωνούν μαζί μου. "Tι γυφταριό είναι αυτό;" συνηθίζουν να με ρωτάνε. Ένας φίλος μάλιστα κάποτε -κι ενώ ήμουν έξω απ' τ' αυτοκίνητο- άρχισε να σκίζει χρόνια. Και ιδού. Το 00 και το 01 λείπουν. Το ότι παραμείναμε και μετά τον βανδαλισμό του φίλοι, σημαίνει ότι η φιλία μας είναι ικανή να αντέξει τα πάντα.
Το αυτοκίνητό μου (το εφάπαξ του πατέρα μου) μεγαλώνει μαζί μου. 98-05. Δυο αιώνες μαζί. Όταν χρόνια πριν, κάπου κοντά στα Μέγαρα, έκανα τετ α κε στην Εθνική κι έπεσα σ' ένα χαντάκι, το αυτοκίνητο σχεδόν σακατεύτηκε. Εγώ πάλι άθικτος. Η ζωή έχει ένα τρόπο να περνά από δίπλα μου χωρίς να με τραυματίζει. Ούτε καν επιδερμικά. Τότε αποφάσισα να το φτιάξουμε και να μην πάρουμε άλλο. Δεν ήθελα να έχω καταστρέψει ένα αυτοκίνητο. Με κάτι τέτοια τρικ πλανώ τον εαυτό μου. Με κάτι τέτοιους ευφημισμούς αποφεύγω να δω τη ζωή κατάφατσα. Η δική μου εκδοχή του αυτισμού.
Anyway (πάω να γράψω anyway και δεν μου φαίνεται πρέπον - παραταύτα το γράφω), για το γυφταριό του παρμπρίζ ήταν ο λόγος. Μου αρέσει κάθε χρόνος που περνά να αφήνει πίσω του ένα συγκεκριμένο αποτύπωμα και σιγά σιγά να παρατάσσονται το ένα αποτύπωμα δίπλα στο άλλο. Σαν να σπείρουμε ρεβύθια για να μη χαθούμε καθ΄οδόν. Η επιστροφή βέβαια δεν είναι δυνατή. Τουλάχιστον όμως δεν χανόμαστε στη λήθη. Τιμούμε τα χρόνια που περνούν, κι ας έχουν περάσει, κι ας τα 'χουμε ξεπεράσει. Ξεπερνώ δεν θα πει ξεχνώ. Προχωρώ δεν θα πει σβήνω.
Κι αν προχωρήσαμε αρκετά ώστε εμπρός σε μια οθόνη το 05 να "εκπορνεύουμε τα σώψυχά μας για λίγη αναγνώριση" (όπως θα κατηγορηθούμε), είναι ακριβώς τα σώψυχα που σιγά σιγά σχηματίσαμε κατά τα χρόνια που δείχνουν τα αυτοκόλλητα σηματάκια (και πριν από αυτά άλλα αυτοκόλλητα σηματάκια στα παλιά Cherry του μπαμπά), αυτά τα οποία εκπορνεύουμε. Γιατί αν παίρνεις τη γομολάστιχα και σβήνεις ό,τι πέρασε και σε πόνεσε, τα σώψυχά σου θα μείνουν ατροφικά. Και τι να εκπορνεύσεις τότε; Όσο καλή τσατσά κι αν είσαι, πρέπει κι η σάρκα που εμπορεύεσαι να είναι λίγο θελκτική. Ειδάλλως ο πελάτης, όσο καυλωμένος κι αν είναι για να διαβάσει το προσωπικό σου ριάλιτι, θα πάει στο επόμενο ιστολόγιο με το κόκκινο φωτάκι.
Να ίσως και μια ικανοποιητική εξήγηση της ψευδωνυμίας: ξέρετε πολλές πόρνες να χρησιμοποιούν το αληθινό τους όνομα;
Το όνομα ψευδές, τα σώψυχα κατά το δυνατόν αληθινά, το παρμπρίζ εντελώς αληθινό μα ως συνήθως βρώμικο, το κείμενο για άλλη μια φορά για αλλού ξεκίνησε κι αλλού κατέληξε.
Τα κείμενα μάς οδηγούν. Νομίζουμε ότι είμαστε στο τιμόνι, αλλά είμαστε το τιμόνι στα χέρια τους. Κι αν καιρός περάσει και παραταχθούν πολλά σηματάκια στο παρμπρίζ των μπλογκ μας, θα σημαίνει ότι τα σώψυχά μας ικανοποιούν το πορνοθεάμον κοινό.

Ελληνίσκοι

Eίπαμε ότι ο καθένας σ' αυτή τη ζωή βλέπει αυτό που θέλει να δει.
"Η τελευταία εικόνα που συγκράτησα από τη συλλογική περιπέτεια του περασμένου καλοκαιριού ήταν η ταπεινωτική γιούργια των εθελοντών, που πήδαγαν μάντρες και κουτρουβαλιάζονταν για να προλάβουν να πάρουν το δωρεάν κινητό που τους είχε τάξει η Οργανωτική Επιτροπή".
Τάδε έφη και τάδε είδε η "Πανδώρα" του Βήματος (Σάββατο 30.7.05).
Δεν θα αφήσουμε ποτέ την πραγματικότητα να διαψεύσει τις προκαθορισμένες αντιλήψεις μας και τις ιδεοληψίες μας. Θα επιλέξουμε να αποσιωπήσουμε ό,τι δεν μας βολεύει από αυτήν -να το αποσιωπήσουμε και από εμάς τους ίδιους, δηλαδή να το ξεχάσουμε- και να προβάλουμε την εικόνα που ανταποκρίνεται στα αγαπημένα μας στερεότυπα. Έτσι ώστε να τα αναπαράγουμε στον αιώνα τον άπαντα. Ερήμην της πραγματικότητας.
Συνεχίζει λίγο πιο κάτω η "Πανδώρα":
"Ο λόγος που ξεχάσαμε τόσο γρήγορα τους Ολυμπιακούς (με την ανακούφιση της χοντρής που πετάει ξεφυσώντας από πάνω της τον κορσέ, μόλις της έχουν αδειάσει τη γωνιά οι καλεσμένοι της...) είναι ότι τους βιώσαμε με τον τρόπο που ενέτεινε τις αντιφάσεις της λεγόμενης "ιδιαιτερότητάς" μας - της ιδιορρυθμίας μας, με άλλα λόγια. Από τη μία, μας κατέτρωγε η φριχτή αγωνία του νεόπλουτου μη τυχόν δεχθεί την απόρριψη της κοινωνικής ομάδας στην οποία ποθεί να ανήκει. Από την άλλη, η αγωνία του συμπλεγματικού μη τυχόν και δεν του αναγνωρίσουν οι άλλοι την αλήθεια που κατέχει ο ίδιος, ο Θεός και, οπωσδήποτε, η μάνα του: ότι δηλαδή είναι ο καλύτερος σε όλα.
Υποψιάζομαι ότι δεν μας άφησαν ευχάριστη επίγευση οι Ολυμπιακοί. Ίσως επειδή χρειάστηκε να τεθούμε υπό την κρίση των ξένων. "Καλύτερα μόνοι και ανάδελφοι, δεν έχουμε να αποδείξουμε τίποτα σε κανέναν" θα έλεγε ένας κλασικός Ελληναράς".
Φτάσαμε στη λέξη κλειδί. Θεωρώ ότι όπως η λέξη "Ελληναράς" περιγράφει πράγματι έναν υπαρκτό ψυχολογικό τύπο Έλληνα, θα έπρεπε αντίστοιχα να υπάρχει και η λέξη "Ελληνίσκος", η οποία θα περιέγραφε έναν επίσης υπαρκτό ψυχολογικό τύπο Έλληνα. Όπως δηλαδή ο Ελληναράς τα ανάγει όλα στο ανάδελφο των Ελλήνων με την θετική έννοια, έτσι κι ο Ελληνίσκος, αδελφάκι του Ελληναρά, τα ανάγει εξίσου όλα στο ανάδελφο των Ελλήνων, με την αρνητική όμως τώρα έννοια: Ο Έλληνας -και ειδικά αυτός- που είναι ανοργάνωτος, εθνικιστής, συμπλεγματικός, νεόπλουτος κ.ο.κ.
Ο Ελληνάρας είναι πάρα πολύ Έλληνας, θεωρεί ότι είναι κάτι εντελώς ξεχωριστό επειδή είναι Έλληνας.
Ο Ελληνίσκος πάλι νιώθει άβολα που είναι Έλληνας, θα προτιμούσε μάλλον να μην είναι Έλληνας και να ζει στην Εσπερία.
Ο Ελληνάρας προσπαθεί να καλύψει τις μειονεξίες του ως άτομο με την προβολή μιας συλλογικής ταυτότητας που αυτόματα θεωρεί ότι τον κάνει μάγκα.
Ο Ελληνίσκος προσπαθεί να καλύψει τις μειονεξίες του ως άτομο κάνοντας σκοπό ζωής του την μηδενιστική κριτική σχεδόν όλων όσων συμβαίνουν στην Ελλάδα και κυρίως την αφ' υψηλού και απορριπτική κριτική της συντριπτικής πλειοψηφίας των συμπολιτών του, τους οποίους κατακεραυνώνει -είτε είναι είτε δεν είναι- ως Ελληναράδες.
Ο Ελληνάρας νιώθει ανώτερος από τους άλλους επειδή είναι "Έλληνας".
Ο Ελληνίσκος νιώθει ανώτερος από τους άλλους επειδή δεν είναι "Ελληναράς".
Το ότι "οι άλλοι" στην μια περίπτωση είναι αλλοδαποί και στην άλλη Έλληνες, ας μην μας μπερδεύει.
Ελληνάρας και Ελληνίσκος είναι αδελφοί εν τω κόμπλεξ και εν τη αδυναμία να τα βρουν με τον εαυτό τους και να σχηματίσουν μια προσωπικότητα μη συμπλεγματική, μια προσωπικότητα στην οποία τα της εθνικής συνείδησης θα είναι τμήμα και όχι όλον.